Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Ὅρασις ὠφέλιμος Πέτρου Μοστράτου Ζερβᾶκος Φιλόθεος (Ἀρχιμανδρίτης (+))

 

Ὅρασις ὠφέλιμος Πέτρου Μοστράτου Ζερβᾶκος Φιλόθεος (Ἀρχιμανδρίτης (+))







Ὅτε ἦλθον εἰς Πάρον καὶ ἔγινα μοναχὸς καὶ κατόπιν Ἱερεύς καὶ Πνευματικός, μετέβαινα μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Γέροντός μου Ἰεροθέου καὶ τὴν ἄδειαν τοῦ τότε Μητροπολίτου Παροναξίας κυροῦ Ἰεροθέου εἰς τὰς πόλεις, κώμας καὶ χωρία τῶν νήσων Πάρου καὶ Νάξου καὶ ἐξωμολόγουν τοὺς πιστοὺς καὶ ἐκήρυττον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.

Κατὰ τὸ ἔτος 1917-1918 μεταβὰς εἰς τὴν χώραν Παροικίαν, φιλόχριστός τις, ὀνόματι Πέτρος Μοστρᾶτος, μὲ ἐκάλεσε εἰς τὸν οἶκον του καὶ ἀφοῦ ἐξομολογήθη αὐτὸς καὶ ἡ κυρία του μοὶ ἐδιηγήθη τὴν κατωτέρω κατανυκτικὴν ὅρασιν, τὴν ὁποίαν ἔγραψα διὰ νὰ δημοσιεύσω πρὸς ὠφέλειαν τῶν πιστῶν ἀναγνωστῶν χριστιανῶν.

Εἶχον μοὶ εἶπε δυὸ τέκνα, ἕνα υἱὸν καὶ μίαν θυγατέραν. Ἐφρόντισα ὡς πατὴρ καὶ τὰ ἔμαθα γράμματα καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσαν τὸ Γυμνάσιον ἀπεφάσισα νὰ τὰ στείλω καὶ τὰ δυὸ νὰ σπουδάσουν εἰς Ἀθήνας εἰς τὸ Πανεπιστήμιον. Ἡ κόρη, καίτοι μικρότερα κατὰ δυὸ ἔτη, ὑπερτερεῖ κατὰ πολλὰ τὸν ἀδελφόν της εἰς τὰ γράμματα, εἰς τὴν ἐπιμέλειαν, εἰς τὴν ἀγάπην, εὐσέβειαν, πίστιν, σύνεσιν, φρόνησιν καὶ λοιπὰς ἀρετάς· ὅταν τῆς ἐπρότεινα νὰ ὑπάγη εἰς τὸ Πανεπιστήμιον μὲ τὸν ἀδελφόν της, μοὶ εἶπεν: «Πάτερ μου, πάντοτε εἰς ὅλα σοῦ ἔκανα ὑπακοή, εἰς αὐτὸ δὲν θὰ σοῦ κάμω. Μὲ ἀρκοῦν τὰ γράμματα ποὺ ἔμαθα». «Ἐγὼ θέλω κόρη μου, τῆς εἶπα, νὰ σὲ στείλω νὰ γίνης ἐπιστήμων». «Καὶ ἐγὼ πάτερ μου, μὲ ἀπήντησε, θεωρῶ ὅτι μεγαλύτερα ἐπιστήμη εἰς ἕνα κορίτσι δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τοῦ νὰ φυλάξη τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἥτις λέγει: «Τίμα τὸν Πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα ἐν σοὶ γένηται», νὰ ἀγαπήση τοὺς γονεῖς της, νὰ τοὺς ὑπηρέτηση καὶ βοηθήση εἰς τὸ γῆρας των, ὅταν δὲν ἔχουν ἄλλο παιδὶ ὡς ὑμεῖς, οἱ ὁποῖοι τόσο ἐκοπιάσατε δι᾿ ἐμὲ καὶ ὅταν ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας, καὶ ὅταν ἤμην νήπιον καὶ κατόπιν μικρὸ κορίτσι καὶ μέχρι τώρα. Εἶναι ἀδύνατον νὰ σᾶς ἀφήσω καὶ μάλιστα τώρα ποὺ ἐγηράσατε».

Βλέπων τὴν ἐπιμονήν της, τὴν ἄφησα καὶ βλέπων τὴν ἀγάπην καὶ ἀφοσίωσιν, τὴν περιποίησιν καὶ τὴν φροντίδα ποὺ εἶχε καὶ εἰς ἐμὲ καὶ εἰς τὴν μητέρα της ἐχαιρόμεθα καὶ ἐνομίζαμε ὅτι εἴμεθα εὐτυχεῖς καὶ θὰ εἴμεθα διὰ πάντα, καὶ πολλοὶ μᾶς ἐμακάριζον, ὅτι εἴχαμεν τοιαύτην χαριτωμένην κόρην, καὶ ἐλησμονήσαμεν ὅτι ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία ἡ διαρκῆς δὲν εἶναι εἰς τὸν παρόντα πρόσκαιρον βίον, ἀλλ᾿ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν.

Δὲν παρῆλθε πολὺς καιρὸς καὶ ἠσθένησε σοβαρὰν ἀσθένειαν καὶ οἱ ἰατροὶ ἀπεφάνθησαν ὅτι θὰ ἀποθάνη. Ἡ χαρά μας μετεβλήθη εἰς λύπην ἄφατον. Εἰς τὴν ἀπελπισίαν μου κατέφυγον εἰς τὴν ταχυνὴν βοήθειαν, εἰς τὴν ἐλπίδα καὶ προστασίαν καὶ καταφυγὴν τῶν Χριστιανῶν, τὴν Εὐσπλαχνικωτάτην Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν Παναγίαν τὴν Μεγαλόχαριν Εὐαγγελίστριαν.
Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸν ἰδιόκτητον Ναόν της, τὸν ὁποῖον εἶχον ἐκ κληρονομιᾶς τῶν γονέων μου, πλησίον τῆς οἰκίας μου καὶ προσπεσῶν ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος γονυπετής, τὴν παρεκάλουν μετὰ θερμῶν δακρύων νὰ σώση τὴν κόρην μου ἐκ τοῦ θανάτου, ἢ νὰ πάρη τὸ ἀγόρι μου καὶ νὰ μοὶ ἀφήση τὸ κορίτσι, ποὺ ἦτο τόσον καλόν.

Ἡ Παναγία δὲν μὲ ἤκουσε καὶ ἀπέθανε τὸ θυγάτριόν μου. Ὅταν ἀπέθανε καὶ ἐγὼ καὶ ἡ σύζυγός μου εἴμεθα ἀπαρηγόρητοι, τίποτε ἄλλο δὲν ἐκάναμε, μόνον ἡμέραν καὶ νύκτα ἐθρηνούσαμε τὴν δυστυχίαν μας.

Ἐπὶ 15 ἡμέρας ἔμενα κλεισμένος μὲ τὴν σύζυγόν μου εἰς τὴν οἰκίαν μας διαρκῶς κλαίοντες καὶ ἀφοῦ συνεπληρώθησαν 15 ἡμέραι ἐπῆγα εἰς τὴν πλησίον τῆς οἰκίας μου Ἐκκλησίαν καὶ ἤναψα τὴν κανδήλαν τῆς Παναγίας καὶ ἐνθυμηθεὶς ὅτι τὴν παρεκάλουν νὰ σώση τὴν κόρην μου καὶ δὲν τὴν ἔσωσε ἔσβυσα τὴν κανδήλαν καὶ εἶπα πρὸς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ θυμόν. «Ἐπειδὴ δὲν μὲ ἤκουσες Παναγία καὶ ἐγὼ σοῦ σβύνω τὴν κανδήλαν» καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν οἶκον μου.

Μόλις ἀνεκλήθην εἰς τὴν κλίνην μου ἦλθον δυὸ ἀστραπόμορφοι νέοι, μὲ παρέλαβον, μὲ ἐξήγαγον ἐκ τῆς οἰκίας καὶ ἐπεριπατούσαμεν εἰς μίαν πεδιάδα. Φοβηθεὶς τοῖς εἶπον ποῦ μὲ πηγαίνετε; Σὲ ὑπάγωμεν, μοὶ εἶπον, νὰ ἴδης τὴν κόρην σου. Ἡ κόρη μου τοῖς εἶπον εἶναι 15 ἡμέραι ποὺ ἀπέθανε, δὲν ὑπάρχει. Τότε μὲ ὑφὸς αὐστηρὸν μοὶ εἶπον «ἄπιστε, ἀκόμη δὲν πιστεύεις; ἐλθὲ νὰ τὴν ἰδῆς». Καὶ προχωρήσαντες ὀλίγον ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα κῆπον θαυμάσιον, ὁ ὁποῖος ὁμοίαζε μὲ τὸν Παράδεισον. Εἰς τὸ μέσον τοῦ Παραδείσου ἦτο ἕνα μεγαλοπρεπέστατον ἀνάκτορον κτισμένον ἀπὸ χρυσὸν στίλβοντα. Μοὶ ἔδειξαν μίαν μεγάλην πύλην χρυσὴν καὶ μοὶ λέγουν «εἴσελθε ἀπὸ τὴν πύλην ταύτην εἰς τὸ ἀνάκτορον, ἐκεῖ θὰ ἴδης τὴν κόρην σου»

Εἰσελθὼν διὰ τῆς πύλης βλέπω μίαν αἴθουσαν βασιλικὴν ἀπέραντον. Εἰς τὴν αἴθουσαν ἐκείνην ἦσαν μυριάδες παρθένων, αἱ ὁποῖαι ἐκάθηντο εἰς θρόνους χρυσοὺς καὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἤσαν λαμπάδες. Τὰ πρόσωπα τῶν παρθένων ἐξήστραπτον ὑπὲρ τὸν ἥλιον, τὸ δὲ φῶς τῶν λαμπάδων καὶ ἐν γένει οἱ θρόνοι τῶν παρθένων, τὸ κάλλος τῆς αἰθούσης καὶ τοῦ ἀνακτόρου ἦτο ἀνερμήνευτον καὶ ἀκατανόητον.

Παρατηρῶν τὰς παρθένους βλέπω τὴν κόρην μου εἰς θρόνον χρυσοῦν ἐξαστράπτουσαν τῷ κάλλει, ἀλλ᾿ αἱ λαμπάδες της ἤσαν ἐσβεσμέναι. Μόλις τὴν εἶδον τὴν ἀνεγνώρισα τρέχω μὲ χαρὰν νὰ τὴν ἐναγκαλισθῶ, νὰ τὴν φιλήσω, ἀλλὰ μόλις ἐπλησίασα ἠγέρθη τοῦ θρόνου καὶ μὲ ὄμμα αὐστηρὸν μὲ κοίταξε καὶ μοὶ λέγει! «φύγε ἀπὸ ἐδῶ· πῶς ἐτόλμησες καὶ ἦλθες καὶ ἐδῶ νὰ μὲ ἐνόχλησης;». Καὶ μὲ ἐξέβαλε τῆς αἰθούσης καὶ ἐκάθησε πάλιν εἰς τὸν θρόνον της.

Ἐγὼ δὲ ἤρχισα νὰ παραπονοῦμαι καὶ νὰ τῆς λέγω. «Κόρη μου, διατί δὲν μὲ δέχεσαι; δὲν ἠξεύρεις πόσον σὲ ἠγάπων; Ἐγὼ παρεκάλουν τὴν Παναγίαν νὰ πεθάνη ὁ ἀδελφός σου διὰ νὰ ζήσης ἐσὺ νὰ σὲ ἔχω μαζί μου καὶ σὺ μὲ διώκεις;». «Παῦσε, μοὶ λέγει, νὰ λέγης ὅτι μὲ ἀγαπᾶς, διότι ἐὰν μὲ ἠγάπας ἔπρεπε νὰ ἔχαιρες εἰς τὴν εὐτυχίαν μου, εἰς τὴν δόξαν μου, εἰς τὴν τιμήν μου καὶ ὄχι νὰ λυπῆσαι. Ἔπρεπε νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν, ποὺ μὲ ἠξίωσαν τοιαύτης εὐτυχίας καὶ δόξης καὶ ὄχι νὰ γογγύζης».

Τότε τῆς λέγω «κόρη μου, διατί τῶν ἄλλων παρθένων αἱ λαμπάδες εἶναι ἀνημμέναι, αἱ δὲ ἰδικαί σου εἶναι ἐσβησμέναι;». Μοὶ ἀπήντησε! «σὺ καὶ ἡ μητέρα μου μοῦ τὰς ἐσβύσατε μὲ τὰ δάκρυά σας, καὶ ἂν δὲν παύσετε νὰ κλαίετε, νὰ μὴ λέγετε ὅτι εἶμαι κόρη σας».

Αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἐξύπνησα καὶ στοχαζόμενος ἐκεῖνα τὰ μεγαλεῖα τὰ ὁποῖα εἶδον καὶ τὴν δόξαν τῶν παρθένων καὶ τῆς κόρης μου καὶ τὸ κάλλος τὸ ἀμήχανον, ἔμεινα ἄρκετην ὥραν ἐκστατικὸς καὶ ἀφοῦ συνῆλθον διηγήθην εἰς τὴν σύζυγόν μου τὰ ὅσα εἶδον καὶ παρηγορήθη ἀρκετά.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἤρχισεν ἡμέρα καὶ τρέχω εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ προσπίπτων γονυκλινὴς ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας, μὲ δάκρυα μετανοίας καὶ χαρᾶς ἐζήτουν συγχώρησιν. «Παναγία μου, παρηγορήτριά μου καὶ προστασία καὶ ἐμοῦ καὶ ὅλων τῶν Χριστιανῶν, συγχώρησόν μοι διὰ τὰ ἄσκοπα καὶ ἄπρεπα λόγια ποὺ σοῦ εἶπα. Ἡ πολλὴ θλίψις μοὶ ἐπροξένησε παραφροσύνην. Σὲ εὐχαριστῶ μυριάκις, σὲ εὐχαριστῶ καὶ θὰ σὲ εὐχαριστῶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου καὶ θὰ σοῦ ἀνάπτω τὸ κανδήλι ἡμέραν καὶ νύκτα».

Ἐπιστρέψας εἰς τὸν οἶκον μου ἐφόρεσα τὰ γιορτινά μου ροῦχα καὶ ἐξῆλθον εἰς τὴν ἀγορὰν περιπατῶν καὶ χαίρων εἰς τὴν κεντρικὴν ὁδὸν τῆς χώρας. Μόλις μὲ εἶδον οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχον νὰ μὲ συλλυπηθοῦν. Ἐγὼ δὲ τοὺς ἔλεγον δὲν δέχομαι συλλυπητήρια. Δέχομαι συγχαρητήρια.

Μερικοὶ τῶν φίλων καὶ γνωστῶν ἤκουσα νὰ ψιθυρίζουν καὶ νὰ λέγουν, τί κρίμα: Ὁ μπάρμπα-Πέτρος τὰ ἔχασε ἀπὸ τὴν πολλὴν λύπην. Ἐγὼ τοὺς ἐπλησίασα καὶ τοὺς εἶπον· «ὄχι δὲν τὰ ἔχασα, πρὶν νὰ ἴδω τὴν κόρην μου τὰ εἶχα χάσει, ἀλλὰ τώρα ποὺ τὴν εἶδα, εἶδα ὅτι ζῆ καὶ εὑρίσκεται εἰς μεγάλην δόξαν, τιμὴν καὶ εὐτυχίαν· εἶναι εἰς τὸν χορὸν τῶν παρθένων, ἔχω χαρὰν μεγάλην καὶ θεωρῶ ἑμαυτὸν εὐτυχῆ, ὅτι ἔχω κόρην νύμφην τοῦ Οὐρανίου Νυμφίου».

agiazoni.gr

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Όταν ο Πλάτωνας προέβλεπε τον Χριστό!..

   
            
Όταν ο Πλάτωνας προέβλεπε τον Χριστό!..


Όταν ο Πλάτωνας προέβλεπε τον Χριστό!..

Όλα τα εγκυκλοπαιδικά λεξικά και τα διάφορα «Αλμανάκ» γράφουν ότι ο Πλάτωνας (427 π.Χ.–347 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Αθήνα, ο πιο γνωστός μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη.!.. Ποιος ήταν όμως αυτός ο φιλόσοφος; Μήπως ο Αθηναίος φιλόσοφος ο οποίος είναι αποδεδειγμένο ότι είχε προφητεύσει το Δράμα του Ιησού Χριστού πάνω στον Σταυρό; Ας διαβάσουμε το κείμενο που ακολουθεί!...



ΤΗΝ ΩΡΑ που γράφονται αυτές οι γραμμές όλα τα κανάλια δείχνουν τη μεγάλη συμφορά που έπληξε ένα μεγάλο ελληνικό νησί, την ναυαρχίδα του τουρισμού μας, τη Ρόδο, η οποία επλήγη από μία καταρρακτώδη καταιγίδα και χάθηκαν άδικα τρεις συνάνθρωποί μας!.. Ας ελπίσουμε να μην επιδεινωθούν τα φαινόμενα, οι οικογένειες των θυμάτων στις οποίες ο γράφων εκφράζει τα θερμά συλλυπητήριά του, να βρουν το κουράγιο της ζωής τους και οι άνθρωποι της Ρόδου να βρουν ξανά την ηρεμία και τη γαλήνη τους.

Αφορμή για το σημερινό μας σχόλιο στάθηκε από ένα μαθητή ο οποίος ρώτησε τον γράφοντα ποιος ήταν ο μεγάλος Αθηναίος φιλόσοφος, Πλάτων!.. Και στενοχωρήθηκα πολύ γι’ αυτό, αφού υπάρχουν Έλληνες ή ελληνόπουλα που αγνοούν αυτή τη μεγάλη μορφή!... Αντί σχολίου, λοιπόν, θα ήταν προτιμότερο να θυμηθούμε τι γράφουμε μέσα στο βιβλίο μας: «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός»:

 
«Είναι αλήθεια ότι η προσδοκία Θεανθρώπου Λυτρωτού Σωτήρος προβάλλει εντονωτέρα και εκδηλοτέρα παρά των Αρχαίων Ελλήνων, όπως γράφει και ο Καθηγητής Πανεπιστημίου της Θεολογικής Σχολής Λεων. Ιω. Φιλιππίδης εις σχετικόν του έργον.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι αναζητώντας δια μέσου των αιώνων τον Έναν Ύψιστον και μόνον Αληθινόν Θεόν και ανικανοποίητοι εκ των φανταστικών θεών, καθώς μέσα από την αναζήτησίν τους συνεχώς έπλαττον νέους θεούς, προσδοκούσαν και προανήγγειλαν ότι θα κατέλθη κάποτε ο Αναζητούμενος υπό μορφήν ανθρώπου ως Θεάνθρωπος- Σωτήρ και Λυτρωτής των ανθρώπων.



Α) Εις τον Αισχύλον (Προμηθεύς Δεσμώτης) ο Προμηθεύς, επαναστατήσας κατά της επί πάντων κυριαρχίας του Διός, δηλαδή βαρύτατα αμαρτήσας, οφείλει «δούναι δίκην» δια την ατέγκτως ισχύουσαν τάξιν, ήτις αξιοί ανταπόδοσιν των πεπραγμένων (στιχ. 9-10) γι’ αυτό και καταδικάζεται εις την τρομερήν τιμωρίαν της επί βράχου προσπασσαλεύσεως (στιχ. 12 εξ.). Από την τραγικήν αυτήν θέσιν εκφράζει προς στιγμήν την ελπίδαν ότι θα συγχωρηθή εκ μέρους του θεού, ο οποίος είναι δίκαιος μεν, αλλά και «μαλακογνώμων» (στιχ. 187 εξ.). Έπειτα, όμως, προλέγει, ότι ο λυτρωτής του θα είναι το τέκνο, το οποίο θα γεννηθή «εκ της Παρθένου Ιούς και του Θεού» (στιχ. 772 εξ., 834 εξ., 848 εξ.), θα είναι «Υιός Θεού και Υιός Παρθένου», δηλαδή, Θεάνθρωπος υπερφυσικώς γεννώμενος!... Και πιο κάτω:



«Ο Παρθενογέννητος ούτος Θεάνθρωπος θα καταλύση το κράτος των παλαιών θεών και θα αφανίση αυτούς και την δύναμίν τους»! (στιχ. 908 εξ. 920 εξ.)



Αλλά και ο Ερμής (πάντα κατά τον Αισχύλον) προλέγει εις τον Προμηθέα ότι δεν πρέπει να περιμένη το τέλος των δεινών του «πριν αν φανή τις θεός» όστις θα τον διαδεχθή εις το μαρτύριον και όστις εκουσίως θα κατέλθη εις τον σκοτεινόν Άδην και εις τα ζοφερά βάθη του Ταρτάρου, γινόμενος ούτως εκούσιον ιλαστήριον θύμα προς λύτρωσιν του δια την αμαρτίαν «Θείω δικαίω κελεύσματι» ανθρώπου (στιχ. 1026 εξ.)


«Αρκεί η απλή παραβολή της μεγαλειώδους ταύτης εικόνας και προρρήσεως προς το 53ον κεφάλαιον του Ησαϊου- γράφει ο Καθηγητής Λεων. Ιω. Φιλιππίδης- ίνα καταπλαγή τις από του θάμβους της διακυβερνώσης τα σύμπαντα Θείας Προνοίας, της ούτω θαυμαστώς προεξαγγελούσης τα θαυμάσια της λυτρώσεως του ανθρώπου υπό του Θεανθρώπου Λυτρωτού».


 
β) Υπάρχει, όμως, και ο Σωκράτης, ο οποίος προέβαλε κατά θαυμαστόν τρόπον την θεανθρωπικήν προσδοκίαν, αφού η προσεχής κάθοδος του θεού εις τους ανθρώπους είναι τόσον αναγκαία, ώστε να προσδοκάται μετ’ ανεπιφυλάκτου βεβαιότητος. Τοιουτοτρόπως εις την Απολογίαν του φέρεται ο Σωκράτης υπό του Πλάτωνος να λέγη προς τους δικαστές:


«…τον λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοίτε αν ει μη τινα άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειε κηδόμενος υμών».


«Καίτοι ο προσδοκώμενος θεόπεμπτος ούτος, όστις θα εγκαινίση εις τον κόσμον περίοδον αφυπνίσεως και εγρηγόρσεως, θα είναι δικαιότατος και άχρι θανάτου αμετάστατος εν τη δικαιοσύνη, όμως θα θεωρηθή υπό των ανθρώπων άδικος και θα υποστή ταπεινώσεις, εξευτελισμούς και μαρτυρικόν θάνατον δι’ ανασκαλοπισμού, ήτοι δια καθηλώσεως επί σκόλοπος, επί υψηλού ξύλου», θα μας τονίση ο ως άνω Καθηγητής.

Ιδού τώρα επί λέξει το καταπληκτικόν χωρίον του Πλάτωνος, η ανάγνωσις του οποίου υπενθυμίζει, επίσης τις περί δικαιοσύνης του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού και του πάθους Αυτού παραστατικές προφητείες του Ησαϊου (κεφ. 40 εξ.):

«γυμνωτέος δη πάντων πλην δικαιοσύνης… μηδέ γαρ αδικών, δόξαν εχέτω την μεγίστην αδικίας, ίνα η βεβασανισμένος εις δικαιοσύνην… αλλ’ ίτω αμετάστατος άχρι θανάτου, δοκών μεν είναι άδικος δια βίου, ων δε δίκαιος… Ούτω διακείμενος ο δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, δεδήσεται, εκκαυθήσεται τωφθαλμώ, τελευτών πάντα κακά παθών ανασχινδυλευθήσεται»….» [Πλάτωνος, Πολιτεία Β΄, IV-V (361 C-362 A)].


Με σεβασμό και τιμή

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Αγίου Ι.Χρυσοστόμου: Αληθώς Ανέστη

Αγίου Ι.Χρυσοστόμου: Αληθώς Ανέστη



 
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
 
     Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο πού δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια.
Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Έ, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσoν έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμία κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πώς και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;

Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο τού θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ? το σπίτι; Και με ποίο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποία ανταπόδοση; Ποία αμοιβή;
Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα τού λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι τού κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τούς ένδεκα, πού κι αυτοί σκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τούς περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύναμη και την έλξη τού Αναστάντος;
Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. "Ας ξαναρωτήσουμε όμως τώρα τούς Εβραίους: Πώς έκλεψαν το σώμα τού Χριστού οι μαθηταί, ω ανόητοι; Επειδή ή αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά, να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν; Μα και για ποίο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους κι άγριους φρουρούς;

Πρόσεξε όμως πώς με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλότο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε ή κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλιτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν έφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύχτα- γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλότο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ, την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.

Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη ή Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους απόστολους, εκείνοι χωρίς καθυστέρηση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα όθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό άλλα και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θαφευγαν γρήγορα.
Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα πού κολλάει τα όθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους πού λένε ότι εκλάπη. θα πρέπει νά ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπαταλήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια.
Για ποίο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα πού θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί έπ' αυτοφώρω.
Αλλά και τα όθόνια γιατί κείτονται χωριστά και χωριστά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη ή κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: "Πείτε σεις πώς τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα".
Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την όλη μεριά ή κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες τού τάφου και τα όθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια ή απόδειξη της Αναστάσεως.

Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε νά μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τούς ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Άλλα ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε ή ανάσταση τού Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύστηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον τού Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.
Αφού λοιπόν όλων ανάστησε και όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάσταση του τούς φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;

Άλλα για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ημέρες εμφανιζόταν στους μαθητές του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, όλα παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα πoύ δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη.
Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάσταση του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, όλα μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτή ή Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και ή πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.

Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο; Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνισθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, πού ήταν επί τόσα χρόνια νέκρα απ' την αμαρτία;
Και αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Άλλα επιτέλους θα είχε κάποιο λόγο ή προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για νά πείσεις κάποιον νά σκέπτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να τού επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον πού οι απόστολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν,αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επικρατήσουν.
Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολύ πλήθος. o Θευδάς κι ο Ιούδας π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των.

Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη άναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί;
Αν τώρα άνθρωποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε ή Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπαθώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή τού θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό.
Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τι θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεv θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεωρούσαν απατεώνα: τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρανών. τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Άναστάντα.
Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μάς είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μάς στείλει Πνεύμα 'Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλοντα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;
Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποίο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τούς εξαπάτησε και τούς πρόδωσε. Ενώ τούς ξεμυάλισε με χίλιες δύο ελπίδες και τούς χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τούς γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τούς πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τούς είχε πει την αλήθεια και όχι να τούς υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.
Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώνα και μάγο. Έτσι θα γλίτωναν κι από τούς κινδύνους κι από τούς πολέμους των αντίπαλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τούς στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Έ, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τούς κινδύνους, αν δεν ήταν μία θεία δύναμη πού τούς βεβαίωνε, δυνατότερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά;

Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει ή Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, έπ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πώς όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.
Ας θυμηθούμε εξ όλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο τού επικείμενου μαρτυρίου. Όταν τούς προανήγγειλε τα δεινά πού θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τελείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακολουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τούς άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;

Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, πώς δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει ή γη να τούς καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πoύν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή πού κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.
Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τούς άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο γιο να τούς πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;

Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τούς φονείς, σ' εκείνους πού τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι "σταυρώσαντες" γίνονται "πιστεύσαντες", τότε και ή παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει ή απόδειξη της Αναστάσεως.

Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πώς οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομά του; Πώς πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο. θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.
Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους έπε κράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε ή θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.

Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω πάλι: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο τού Χριστού γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ ή σκιά τού Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την 'Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ ή δύναμή του.

Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέσως μετά τον σταυρό και την Aνάστασή του, οι "Πράξεις" που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια τού σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της Πίστεως. Δεν τον είδες με τα "όμματα" τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων ή επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.

Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.
Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κινδύνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.
Πρόσεξε παρακαλώ: Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξαφανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός πού τον αρνήθηκε, τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μίαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ημέρα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.

Που βρήκε αυτό το θάρρος; Που αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν Και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω. Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά, και ο Ιγνάτιος, πού ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρόσφερε θυσία τη ζωή του. Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, πού, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα Αγίους.

Ποίος τούς έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως να πειστούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πειστούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, νά καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!
Και ποίος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; O νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους.
Η φήμη όμως κι ή δόξα κι οι πιστοί τού Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.
Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:

Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη!
  
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
 


Read more: http://www.egolpion.com/alhthws_anesth.el.aspx#ixzz2lpWVwzYj

ΔΙΑΖΥΓΙΟ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΦΘΟΡΑ;


ΔΙΑΖΥΓΙΟ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΦΘΟΡΑ;


Δ Ι Α Ζ Υ Γ Ι Ο 
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ   Ή   ΦΘΟΡΑ; 
Αρχιμ. Σαράντη Σαράντου
 Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που εκφωνήθηκε στις 11-03-2000

 
     Ο αιδεσιμολογιώτατος π. Σταύρος, ο αγαπητός αδελφός και συλλειτουργός, πριν από δύο μήνες περίπου, μου έδωσε το θέμα. Το θέμα, όπως διατυπώνεται, είναι διαζευκτικό. Η διά­ζευξη όμως αυτή δεν δηλώνει υποχρεωτικά μίαν αντίθεση, για­τί, όπως έχει δοθεί, και μάλιστα πάρα πολύ σωστά, δηλώνει ότι, όταν ζητήσεις την ελευθερία σου, προφανώς προτίθεσαι να δια­λύσεις κάποια άλλα πράγματα γύρω σου. Αυτήν την βασική- νομοτελειακή αρχή θα πρέπει να τοποθετήσουμε στην σημερινή μας συνάντηση και στην σημερινή μας εισήγηση, γιατί είναι ο­λοφάνερο ακριβώς το γεγονός, γιατί, όταν βρίσκεσαι μέσα στον χώρο τον ευλογημένο της οικογενείας και ζητήσεις την ελευθερία σου—όπως εννοείται κοσμικά—, τότε ασφαλώς η ελευθερία αυτή είναι συνδυασμένη με την φθορά και με την διάλυση πολ­λών πραγμάτων και ειδικά πολλών προσωπικοτήτων γύρω σου. Από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας το θέμα δεν τίθεται διαζευ­κτικά, γιατί κάθε φορά που ευλογείται ένας γάμος, ευλογείται με μια υπερχρονική κατάφαση και ποτέ με διάζευξη.
Επιτρέψτε μου να τοποθετήσω πιο φυσικά τα πράγματα και με μια φυσιοκρατική αντίληψη και σκέψη θα μπορούσα να πω κάτι που είναι εντελώς αυτονόητο. Μπορούμε να αλλάξουμε την κυκλοφορία του αίματός μας; Έχουμε σκεφτεί ποτέ να το κάνουμε αυτό; Αλλά κι αν σκεφτούμε να το κάνουμε, αυτό είναι κατορθωτό; Είναι εφικτό; Μπορούμε να πούμε στην καρδιά μας, έστω για λίγα λεπτά της ημέρας, ότι πρέπει να ξεκουράζε­ται; Το χουμε σκεφτεί αυτό; Αλλά κι αν το σκεφτούμε, αυτό είναι, κατορθωτό; Μπορούμε σε κάποια όργανα του σώματός μας να τους δώσουμε την εντολή ή το ελεύθερο να λειτουργούν με την συχνότητα που θέλουμε εμείς; Σύμφωνα με μια διαφορε­τική από την μέχρι τώρα φυσιολογική τους λειτουργία - κατάσταση; Μπορούμε να αλλάξουμε τους ρυθμούς με τους οποίους κινείται όλος ο σωματικός μας παράγοντας, χωρίς να διαταραχθεί η υγεία μας;
Μερικά πράγματα μπορούν να γίνουν. Μερικά όμως, μερικές λειτουργίες πάρα πολύ βασικές, ούτε καν σκε­φτόμαστε ότι μπορούν να επισυμβούν.
Έτσι είναι και η οικογενειακή κατάσταση. Το Πνεύμα το  Άγιο συναρμόζει-συναρμολογεί τους δύο συζύγους σε μια αχώ­ριστη ενότητα, η οποία παράγει επίσης ενότητα και δημιουργία. Παρεμβαίνοντας ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μέσα σ’ αυτό τον χώρο αλλά και σ’ αυτήν την νοοτροπία της οικογενείας, αλλά και γενικότερα στην πνευματική μας ζωή, λέγει ότι η ελευθερία εννοείται ως υπακοή στο θέλημα του Θεού. Και όντως είναι ε­λεύθερος και χαίρεται την ελευθερία του ο άνθρωπος, ο οποίος είναι υπάκουος στο θέλημα του Θεού και επομένως ευρισκόμε­νος μέσα στον χώρο της οικογενείας του απολαμβάνει την μείζονα ανθρώπινη ευτυχία και προετοιμάζεται για την μέλλουσα ευτυχία και μακαριότητα.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στηρίζεται στον απόστολο Παύλο και δη στην προς Εφεσίους επιστολή του και δίνει τις ευλογημένες ανθρώπινες διαστάσεις της συζυγικής ελευθερίας και της συζυγικής αγάπης. Ο απόστολος Παύλος — και προε­κτείνοντας την σκέψη του αποστόλου Παύλου ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής— λέγει: «Αγαπώ τον σύζυγό μου; Αγαπώ και τον Χριστό. Αγαπώ τον Χριστό; Αγαπώ και τον σύζυγό μου. Αγαπώ την σύζυγό μου; Αγαπώ και τον Χριστό και αντίστροφα». Επομένως η αγάπη δεν είναι μία συναισθηματική ή αόριστη κατάσταση, μη οριοθετούμενη εκκλησιολογικά.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει το παν-κριτήριο της αγάπης, το οποίο όμως δεν είναι ένα κριτήριο χωρίς συγκεκριμένη συχνότητα και χωρίς συγκεκριμένες διαστάσεις. Η μία διάστα­σή της είναι η οριζόντια, δηλαδή ο συνάνθρωπος και —θεσμικά και μυστηριακά κατοχυρωμένη— η αγάπη προς το συζυγικό πρόσωπο. Και η άλλη διάσταση είναι η κάθετη, προς τον Κύριό μας. Επομένως και οι δυο αυτές διαστάσεις συναρμολογούν και συνθέτουν την θεανθρώπινη λειτουργία της αγάπης, η οποία βιώνεται χαρισματικά μέσα στην κάθε οικογένεια και διευρύνε­ται συν τω χρόνω στην ευρυτέρα οικογένεια που είναι η Εκκλη­σία μας.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος —“συμφωνώντας” με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή— λέγει ότι ο Κύριός μας βρίσκεται ο ίδιος αυτοπροσώπως και όχι μόνος του, αλλά με τη μητέρα του —την Παναγία μητέρα—, και όχι μόνοι τους, αλλά και με τους άγιους Αποστόλους. Επομένως όλο το εκκλησιολογικό δυναμικό της πρώτης Εκκλησίας με παρόντα τον ιδρυτή της, τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, βρίσκεται στον γάμο της Κανά. Και εκεί γίνεται το πρώτο θαύμα, το οποίο είναι η μετατροπή του νερού σε κρασί. Και λέει πάλι ο Χρυσόστομος ότι η μετατροπή αυτή δηλώνει την μετατροπή της βιολογικής ή συναισθηματικής αγάπης σε θειοτέρα —πιο θεϊκή δηλαδή—, σε γλυκυτέρα και σε ανωτέρα, δηλαδή θεανθρώπινη αγάπη.
Επίσης λέγει ο Χρυσόστομος ότι θα μπορούσε ο Κύριός μας να μη βρεθεί για πρώτη φορά και να θαυματουργήσει σ’ ένα τέ­τοιο χώρο και σε τέτοιες συνθήκες. Θα μπορούσε να θαυμα­τουργήσει σε κάποιο άλλο περιβάλλον, σε κάποια «πνευματικότερη» συνάθροιση (το πνευματικότερη σε εισαγωγικά) και ό­χι σ’ ένα, έτσι, κοσμικό γεγονός, όπως είναι, όπως ήταν, όπως πάντοτε ήταν ο γάμος. Και ευρισκόμενος μέσα σ’ αυτό το κο­σμικό γεγονός και θαυματουργώντας για πρώτη φορά δίνει το μεγάλο μήνυμα, ότι ο γάμος δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά ακτινωτά και σταδιακά αγκαλιάζει ολόκληρη την ζωή των ανθρώπων. Διότι μετά την εελογούμενη και αγιαζόμενη και χριστοποιούμενη και εκκλησιοποιούμενη αγάπη των δύο συζύγων, την καταξιούμενη αυτή αγάπη —στον βαθμό που και οι δύο σύ­ζυγοι δέχονται την καταξίωση αυτή— έρχεται η δημιουργία νέων ανθρώπων. Από την έκρηξη της αγάπης των δύο ανθρώπων ή από κάτι λιγότερο έρχεται η δημιουργία νέων ανθρώπων.
Οι δύο άνθρωποι αυτοί ξεκίνησαν —μιλούμε για τον γάμο της Κανά— χωρίς την συγκεκριμένη αρχική παρέμβαση του Κυ­ρίου μας. Έχουν γνωρισθεί μόνοι τους από κάποιες συνθήκες και επομένως η πρώτη γνωριμία είναι ελεύθερη και επαφίεται στην προσωπική επιλογή, την ανθρώπινη επιλογή του καθενός, η οποία στην συνέχεια προσφέρεται και δωρείται προς τον Θε­άνθρωπο Κύριο και ανοίγεται προς Αυτόν κάθε δυνατότητα, για να θαυματουργήσει.
Στον γάμο λοιπόν της Κανά έχουμε το πρώτο θαύμα, κατά το οποίο βασικό ρόλο παίζει η Κυρία Θεοτόκος, η Παναγία μας, η οποία είναι έμπειρη κατά την πνευματική εμπειρία όλου αυ­τού του φάσματος της οικογενείας, και ενισχύει -καθοδηγεί και φωτίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και όλα τα του γάμου. Το ίδιο συμβαίνει και στους άγιους αποστόλους, οι οποίοι παρίστανται όχι απλώς μάρτυρες, αλλά συνδαιτημόνες σ’ αυτό το μεγάλο μυστήριο της ζωής, το οποίο μας προεκπαιδεύει για την θητεία μας και την επιτυχημένη ζωή μας στην βασιλεία των ουρανών. Γιατί μέσα στον χώρο της οικογενείας, καταρχήν της συζυγίας και στην συνέχεια στον χώρο της οικογενείας και των σχέσεων όλων των μελών αναμεταξύ τους, μαθαίνει κανείς να διευρύνει τις ικανότητές του, να αποκτά την διάκριση της επικοινωνίας με τους συνομηλίκους του, με τους μεγαλυτέρους και με τους μικροτέρους, κι επομένως όλη η προσωπικότητα του ανθρώπου καταξιώνεται συγκεκριμένα, αγαπητικά, χαρισματικά μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Επειδή λοιπόν το μυστήριο του γάμου είναι το πρώτο θαύμα το οποίο ευλόγησε αλλά και αενάως ευλογεί ο Κύριός μας μέσα στην Εκκλησία, γι’ αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία μας παρέλαβε αυτό το πρώτο θαύμα του Κυρίου μας ως μεγάλο μυστήριο, το θεσμοθέτησε ως μεγάλο μυστήριο, προσέθεσε και διαφόρους συμβολισμούς, ευχές, και αυτό το οποίο απολαμβάνει ο λαός μας μέσα στο μυστήριο του γάμου είναι η χαρά της βασιλείας των ουρανών, που αντικατοπτρίζεται στα ανθρώπινα πράγματα.
Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγει πως ό,τι τελούμε επί της γης, μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, είναι εικόνα του ουρανού. Και επομένως ο γάμος είναι εικόνα του ουρανού όσον αφορά την αγάπη την συγκεκριμένη, την καταξίωση των σχέσε­ων και την επιτυχημένη επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους.
Θα μπορούσαμε και αντίστροφα να πούμε ότι αυτό το οποίο τελείται επί της γης στην στρατευομένη Εκκλησία μας έχει προ­έκταση και αναφορά προς τον ουρανό, κι επομένως το μυστήριο αυτό ξεκινάει με πρώτον εκείνον ο οποίος ετελεσιούργησε το θαύμα του, τον Κύριο.
Σ’ όλη την διάρκεια της οικογενειακής ζωής παρεμβαίνει θε­τικά και χαρισματικά η Παναγία μας, αποτρέπει κινδύνους και ενισχύει τις θελήσεις μας και την αγάπη μας, και οι άγιοι Από­στολοι εξακολουθούν με τις θεοφώτιστες παρεμβάσεις τους και τις συμβουλές τους και τον λόγο τον καινοδιαθηκικό να σφυρη­λατούν αυτό το ευλογημένο σχήμα της οικογενείας.
Ο ορθόδοξος λαός μας έχει παραλάβει αυτό το μεγάλο μυ­στήριο του γάμου με πάρα πολύ ενθουσιασμό, το ’χει προσλάβει και διαρκώς μέσα στον διάβα του χρόνου —πολλούς αιώνες τώ­ρα— ευλογεί τα νέα ζευγάρια αλλά και τις προεκτάσεις όλης της υπόλοιπης ζωής τους. Γιατί μέσα στο μυστήριο του γάμου δεν αναφέρεται μόνο η σχέση τους, αυτή καθ’ εαυτή —και η σωματι­κή αλλά και η ψυχική— αλλά και όλη η υπόλοιπη σύμφωνη δημι­ουργία τους, τόσο στο κοσμικό, στο βιοτικό επίπεδο, όσο και στο πνευματικό, με κορυφαίο αίτημα να λάμψουν και οι δύο, αλλά και οι απόγονοί τους, ως φωτεινά αστέρια στον ουρανό.
Επειδή λοιπόν είναι τόσο μεγάλο το μυστήριο του γάμου και τόσο χαρισματικό και χριστοποιεί και μεταμορφώνει και θεανθρωποποιεί όλη την ζωή μας, αυτό το γνωρίζει ο αρχέκακος όφις της πονηριάς, ο διάβολος, και αναλαμβάνει το έργο της φθοράς και της καταστροφής ο ίδιος προσωπικά. Και θα λέγα­με ότι σε μια εποχή η οποία μας προετοιμάζει για την «νέα επο­χή», σε μια εποχή που κυριαρχεί προδρομικά ο αντίχριστος, έχει αναλάβει αυτό το έργο της καταστροφής της οικογενείας ο ίδιος ο διάβολος με τους συνεργούς του, αλλά το πρώτο έργο το κάνει ο ίδιος. Επειδή γνωρίζει ότι, εάν φθαρεί αυτός ο θεσμός και η οικογένεια, όλες οι υπόλοιπες καταστροφικές επιπτώσεις δεν είναι πλέον στα χέρια του, ο ίδιος επιτελεί το μεγαλύτερο και πιο βαρύ έργο και τα υπόλοιπα τα αφήνει στους συνεργάτες του, που είναι οι πονηροί δαίμονες.
Ξεκινάει λοιπόν πρώτα με παραπληροφόρηση. Εκμεταλλεύ­εται οποιαδήποτε πληροφορία και οποιοδήποτε στοιχείο μπορεί να βάλει τους δύο συζύγους σε αντιπαράθεση και σε αντιδικία. Προσπαθεί να χρησιμοποιήσει και το πιο αθώο ακόμα με­ρικές φορές αστείο, να το περάσει στον άλλο σαν σοβαρό. ο άλ­λος σύζυγος να το θεωρήσει υποτίμηση, και αφού εκμεταλλευτεί το γεγονός αυτό σαν ένα γεγονός το οποίο μπορεί να διχάσει την άγια ενότητα των δύο συζύγων, αρχίζει να πολυβολεί σε επίπεδο διανοίας και λογισμών και τους δύο συζύγους. Από την αντιπαράθεση και την συνεχή αυτή κατάσταση του βομβαρδισμού των πληροφοριών καταφέρνει να σκοτίσει τον νου των ανθρώπων και να φέρει την δική του μαυρίλα σε επίπεδο διανοίας.
Υπάρχουν στιγμές που ακόμα και τα πιο ενωμένα και τα πιο ευλογημένα ζευγάρια έχουν έντονη την δυσκολία αυτή και θα λέ­γαμε ότι εκείνη είναι και η πιο κρίσιμη στιγμή και η πιο κρίσιμη ώρα για την συζυγία. Δοκιμάζεται οριακά η αγάπη τους, η ελευθερία τους και η ευπιστία τους στον αρχέκακο όφι της πονηριάς, τον διάβολο. Δηλαδή χρησιμοποιεί την προαιώνια μέθοδό του, και όπως για πρώτη φορά πήγε στους πρωτοπλάστους και τους ψιθύρισε στον νου, στην διάνοια, τα ρήματα τα καταστροφικά, έτσι πηγαίνει μια στον ένα σύζυγο και μια στον άλλο και προ­σπαθεί μέσα από την δική του πληροφορία να ελκύσει τους συ­ζύγους με το μέρος του.
Σ’ αυτό το σημείο, και για να μη λησμονηθεί αυτή η τόσο βα­σική παράμετρος της λειτουργίας του γάμου, θα πρέπει να πούμε αυτό που προτείνουν πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας μας, και ιδιαίτερα το συνιστούσε ο αείμνηστος Γέροντας πατήρ Δημήτριος Γκαγκαστάθης σε κάθε νεαρό ζευγάρι και τους έλε­γε: «Μάθετε από την αρχή της γνωριμίας σας και μάλιστα του γάμου, από την πρώτη νύκτα του γάμου σας, να κάνετε μαζί την πρώτη προσευχή, το πρώτο απόδειπνο. Και αφού τελειώσει το απόδειπνο,—όπως γίνεται στα μοναστήρια— να κάνετε μια με­τάνοια ο ένας στον άλλον και να ζητήσετε συγγνώμη». Τον ρώ­τησα λοιπόν —τότε που μας το είπε ο Γέροντας αυτό—: «Κι αν δεν έχουμε καμία διαφωνία, Γέροντα, γιατί να το κάνουμε αυτό;» Λέει: «Να το κάνετε υποχρεωτικά, γιατί έτσι θα μάθετε να ζητάτε ο ένας από τον άλλο συγγνώμη». Διότι, όταν θα έρθει το πρόβλημα, κι όταν πλέον θα έρθει ο ίδιος ο διάβολος για να γεμίσει τον νου με τις δικές του αναρίθμητες πληροφορίες, τις αλλοτριωμένες πληροφορίες, τότε βλέποντας τους δύο συζύ­γους να κάνουν μετάνοια και να υπακούουν ο ένας στον άλλον, επειδή δεν μπορεί να σταθεί σε μια τέτοια ταπεινοφροσύνη, ασφαλώς θα φύγει, γιατί σιχαίνεται τους ανθρώπους αυτούς οι οποίοι έχουν ταπεινοφροσύνη και έχουν αυτό το φρόνημα των μετανοιών.
Πραγματικά, μια τέτοια κατάσταση, όταν από την αρχή λειτουργήσει, μπορεί να διαφυλάξει τον νου, τον ηγεμόνα νου και των δύο ανθρώπων από την παραπληροφόρηση, ώστε να μη κατέβουν οι πληροφορίες στην συνέχεια στην καρδιά και πλέον τραυματίσουν την αγάπη.
Αλλά κι αν υποτεθεί ότι προχωρεί στο δεύτερο αυτό στάδιο, δηλαδή οι πληροφορίες κατέβουν στην καρδιά, η παραπληρο­φόρηση του διαβόλου κατέβει στην καρδιά, και τότε υπάρχουν τα περιθώρια και υπάρχει η ετοιμότητα στους συζύγους να κα­ταλάβουν από το είδος και από την ποιότητα των αισθημάτων που δημιουργούν οι λογισμοί, να καταλάβουν ποιος παρευρίσκεται εκείνη την στιγμή στην συζυγία τους. Διότι όταν έχει κά­νει την επίσκεψή του το αλλότριο αυτό πνεύμα, δηλαδή ο ίδιος ο διάβολος ή οι συνεργάτες του, εν πάση περιπτώσει, τότε οι καρ­διές και των δύο είναι ή κατάψυχρες ή καταλυπημένες ή καταστενοχωρημένες. Και επομένως όσο γρηγορότερα μπορέσουν και οι δυο σύζυγοι να κατανοήσουν, ή έστω ο ένας να κατανοή­σει την δαιμονική παρουσία και να δώσει χείρα βοήθειας στον άλλον, τότε οπωσδήποτε ο πιο ταπεινός και πιο υποχωρητικός είναι και ο πιο ευφυής, ο οποίος πράγματι βοηθάει τον σύντρο­φό του να ξελασπώσει από την δύσκολη στιγμή, να φύγει η ζώφωση απ' την καρδιά και πολύ περισσότερο ο σκοτισμός από τον νου και να επιστρέψουν στην αρχική τους, στην αρχετυπική τους χαρισματική συζυγική λειτουργία.
Είναι δυνατόν επομένως, λέγουν οι Πατέρες μας, να αποφευχθεί ο καταιγισμός αυτός των πληροφοριών, των δαιμο­νικών πληροφοριών, και να αποφευχθεί όλο αυτό το κλίμα, αλλά και το πλέγμα των αντιπαραθέσεων, με την αρχική συμ­βουλή του άγιου Γέροντος πατρός Δημητρίου Γκαγκαστάθη, των προσευχών και των μετανοιών.
Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι, εάν καταφέρουν οι δυο σύζυγοι να αποφύγουν τον καταιγισμό των πληροφοριών με την τόσο βασική και πολύ δοκιμασμένη μέθοδο των αγίων Πατέρων μας, αλλά και των συζύγων οι οποίοι λειτούργησαν έτσι την συ­ζυγία τους, τότε δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Ασφαλώς κα­μιά άλλη παρέμβαση δεν μπορεί να τους διασπάσει, έστω και για λίγο, έστω και συμβατικά. Αλλά δυστυχώς δεν χρησιμοποιούμε τα μέσα της Εκκλησίας μας, θεωρούμε τον γάμο ως μια καθαρά κοσμική υπόθεση, παίρνουμε αυτήν την τόσο χαρισμα­τική και ευλογημένη συζυγία σαν ένα γεγονός κοσμικό και συμπεριφερόμαστε «ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων».
Αν λοιπόν λείψει η μετάνοια και η προσευχή, τότε παρεμβαί­νουν πολλοί άλλοι παράγοντες επιγενέστερα και ευκολότερα παρεισφρύουν στη συζυγία. Θα μπορούσαμε εδώ να αναφέρου­με σαν «πρώτες αθώες» (σε εισαγωγικά) παρεμβάσεις τις πα­ρεμβάσεις των γονέων, οι οποίοι πολλές φορές από «ενδιαφέ­ρον» κινούμενοι (το ενδιαφέρον θα το βάλουμε πάλι σε εισαγω­γικά) και βλέποντας ότι το δικό τους το παιδί βρίσκεται σε μία δυσκολία —και όλοι οι γάμοι ασφαλώς έχουν δυσκολίες— δεν είναι πάντοτε εύκολοι και αστραπιαία εύκολοι στη συνεννόηση.
Διακατέχεται ένας γονέας από το σαρκικό ή συναισθηματικό φρόνημα, παρεμβαίνει στην συζυγία και αρχίζει πλέον η παρέμ­βαση δι’ άλλου τρόπου και όχι δια του τρόπου που αναφέραμε στην αρχή. Χρησιμοποιεί πλέον ο διάβολος μερικές φορές τους γονείς και αυτοί παρεμβαίνοντας θεσμοθετούν μια διάσταση. Αν αυτή η παρέμβαση γίνει μονιμότερη, τότε ασφαλώς οι γονείς χρεώνονται με αυτό το μεγάλο χρέος και τη μεγάλη ευθύνη της διαλύσεως μιας συζυγίας, όταν πράγματι φτάσει να διαλυθεί. Αλλά και πριν να φτάσει να διαλυθεί, αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας προβληματικής συζυγίας και μπορεί ο ένας ή ο άλλος εκ των γονέων του ζεύγους να διατείνονται ότι ενδιαφέρονται για την ενότητα του ζεύγους, επειδή όμως παρεμβαίνουν, αυτή αύτη η παρέμβαση συνιστά και βασική δυσκολία στη συνεννόηση των δύο συζύγων. Διότι ο ίδιος ο Κύριός μας λέει: «ένεκεν τούτου», του γάμου, «καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα του και την μη­τέρα», επομένως να αποκολληθεί συναισθηματικά, να μην είναι ο πρώτος σύμβουλος η μητέρα ή ο πρώτος σύμβουλος ο πατέ­ρας, και επομένως οι δύο σύζυγοι να μπορέσουν με τη δική τους ικανότητα ο καθένας, με τη δική τους γνώση, με την δική τους παιδεία, με τα δικά τους δυναμικά, αλλά και με την δική τους χαρισματική αναφορά προς τον Κύριο, να συνεννοηθούν.
Στην συνέχεια έχουμε τις πολύ οχληρές παρεμβάσεις της δα­σκάλας που κυρίως παιδαγωγεί όλους μας, που είναι η τηλεό­ραση. Η τηλεόραση μπαίνει μέσα στα σπίτια, παρουσιάζει πάρα πολύ ανάγλυφα την παράνομη σχέση, την παρουσιάζει ιδα­νική μέσα στα πολλά σίριαλ, τα οποία έρχονται από το εξωτερι­κό, και την συζυγική σχέση την θεωρεί σαν πάρα πολύ κοινή ή αποτυχημένη. Θα λέγαμε ότι σήμερα βομβαρδίζεται όλος ο λα­ός μας από αυτήν την καταστροφική μανία των μίντια, που είναι στα χέρια βέβαια του διαβόλου, και επομένως μέσω αυτών των τόσο φαντασμαγορικών σίριαλ περνάει το αντίθετο μήνυμα, και επομένως το αυτονόητο που θα έπρεπε να λειτουργεί περισσό­τερο μέσα στην τηλεόραση, και να εμφανίζεται ο συζυγικός θε­σμός ως ο ιδανικότερος και καλύτερος και ο παράνομος να πολυβολείται, αυτό που είναι αυτονόητο, είναι το δυσνόητο, και το αντίθετο που είναι η αμαρτία και η διάλυση, θεωρείται σαν το αυτονόητο. Παρουσιάζεται λοιπόν ως τέλεια και ιδανική η παράνομη σχέση.
Γνωρίζουμε και κοπέλες μικρές, αλλά και κυρίες μέσης ηλι­κίας, ακόμη και προχωρημένης ηλικίας, που στέκονται στην τη­λεόραση και πραγματικά κλαίνε, όταν βλέπουν το σίριαλ εκείνο το οποίο παρουσιάζει μια παράνομη σχέση ως ιδανική, η οποία όμως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και να επιτευχθεί, διότι δυ­στυχώς υπάρχει πίσω ένας νόμιμος γάμος!
Και θα λέγαμε ότι μέσα τους συμφωνούν και θα συμφω­νούσαν πολύ εύκολα, και εκείνη την στιγμή που βλέπουν το σί­ριαλ θα λεγαν: «Μα τέλος πάντων, γιατί να βασανίζονται αυτοί οι άνθρωποι τόσο πολύ; Γιατί να υπάρχουν αυτοί οι θεσμοί οι τόσο σκληροί από την Εκκλησία, από τους διαφόρους θεσμούς, από τους νόμους και να μην αφήνουν αυτούς τους ανθρώπους να χαρούν τέτοιες ιδανικές ερωτικές καταστάσεις;»
Η τηλεόραση σήμερα πραγματικά, αγαπητοί αδελφοί, επει­δή διαρκώς βομβαρδίζει τις αισθήσεις μας, αλλά και τον νου και μπαίνει και στην καρδιά, αυτά που είναι αυτονόητα και θεσμο­θετημένα μας τα κάνει πολύ χαλαρά. Έτσι μέσα μας χάνουμε τα μέτρα, χάνουμε τις αξίες, και μπορώ να πω χωρίς υπερβολή ότι μερικές φορές το παράνομο με το ευλογημένο μας φαίνεται ίσο. Καταφέρνει δηλαδή πολλές φορές ο διάβολος να μας ελαχιστοποιήσει τα μέγιστα και να μεγιστοποιήσει τα ελάχιστα, έ­τσι ώστε να είναι πάρα πολύ εύκολη η πρόσβαση στην αμαρτία και στην διάλυση.
Κυρίως βέβαια θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο υπ’ αριθμόν ένα και μέγιστος εχθρός της ευλογημένης συζυγίας και του ευλογημένου γάμου είναι το παν-πάθος του εγωισμού, το οποίο εμφωλεύει σε πάρα πολλές καθημερινές στιγμές και προ­σπαθεί να δημιουργήσει —και χωρίς βέβαια την ιδιαιτέρα πα­ρουσία του διαβόλου— την αντιπαράθεση.
Επομένως η ελευθερία αυτή, που λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και πρώτα απ’ όλους ο Απόστολος Παύλος, η ελευθερία και η αγάπη που τα θεωρούμε σαν τα μεγαλύτερα δυναμικά της συζυγίας, δεν είναι απόρθητα, γιατί με την ίδια διαδικασία που ελευθερώνε­ται ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι, με την ίδια ή και με μεγαλύτερη ευκολία πέφτει κανείς στον κλοιό μιας νέας σχέσεως. Γιατί αν υποθέσουμε ότι καταφέρνουν και ο διάβολος και ο κόσμος και η τηλεόραση να σπάσουν ένα θεσμό και να τον βάλουν στο σχήμα της προσωρινής διαστάσεως, τότε είναι τόσο πολλές οι άλλες ευκαιρίες που προσφέρονται στον σύζυγο ή στην σύζυγο, ώστε πολύ εύκολα βρίσκεται μέσα στον κλοιό της «ελευθερίας» που ήθελε να έχει —αλλά «ελευθερία»— σε εισαγωγικά, και ο κλοι­ός της, στον οποίο ήδη βρίσκεται χωρίς να το πολυκαταλάβει, τον δεσμεύει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη μπορεί τελικά να σκεφτεί, να μην μπορεί να αισθανθεί, να μη μπορεί να χρησιμοποιήσει την ελευθερία του, το αυτεξούσιό του, για να επιστρέψει στην οικογένειά του, όταν έστω για λίγο διάστημα ξεκου­ραστεί από τις συζυγικές και οικογενειακές υποχρεώσεις.
Επομένως η ελευθερία γίνεται συμβατικότητα, γίνεται νέα προβληματική, σε μια νέα σχέση διπλασιάζονται, τριπλασιάζον­ται ή και πολλαπλασιάζονται τα προβλήματα, γιατί στην συνέ­χεια αρχίζουν οι έντονες και πολλαπλές αντιπαραθέσεις, οι οποίες είναι ανεξέλεγκτες.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και την παράδοσή μας και τις πατερικές εμπειρίες και των αγάμων αλλά και των εγγάμων, οι δύο σύζυγοι έχουν αποκτήσει μεταξύ τους κάποια αρχέτυπα. Τα αρχέτυπα τα έχουμε μέσα μας και από την αγωγή μας και από το άγιο βάπτισμά μας και το χρίσμα, αλλά και από την αρχική καταξιωμένη συμβίωση των δύο συζύγων. Υ­πάρχει μέσα μας το αρχέτυπο της αγάπης, της υπακοής, της κοινωνίας, της πολύ καλής σαρκικής επικοινωνίας, της ψυχικής επαφής, της συνεργασίας και της συνδιοικήσεως της οικογενείας. Όταν αυτό το σχήμα της συζυγίας σπάσει, αυτά τα αρχέτυπα υπάρχουν μέσα μας, και επομένως όπου και να βρεθεί ο άν­θρωπος, όσο και να θελήσει να διασκεδάσει την συνείδησή του με κάποια άλλη παρηγοριά ερωτική ή με κάποια άλλη παρηγοριά, των γονέων ή κάποιων άλλων συγγενών ή κάποιων άλλων φίλων, ασφαλώς το βασικό αρχικό αρχέτυπο που υπάρχει μέσα μας μας φωνάζει και μάλιστα έντονα μας ζητάει την επιστροφή στην αρχική του εκπλήρωση. Αυτά τα αρχέτυπα λειτουργούν από την πρόνοια του Θεού σαν φωτεινοί σηματοδότες, για να μας κρατούν στο θέλημα του Θεού, να μας κρατούν στην αληθινή κατά Χριστόν ευτυχία, να μας δημιουργούν την αληθινή ανθρώπινη πρόσβαση και να μας καθιερώνουν ως καταξιωμέ­νους πατεράδες και μητέρες μέσα στην οικογένεια.
Ερχόμαστε στην περίπτωση κατά την οποία πλέον έχουν δημιουργηθεί και τα παιδιά, και επομένως η παρουσία των παι­διών και οι υποχρεώσεις προς τα παιδιά καταξιώνουν έτσι πε­ρισσότερο τον πατέρα και την μητέρα.
Η φροντίδα και η στοργή και η υποχρέωση προς τα παιδιά, κατά την κοσμική αντίληψη, είναι ένα βάρος, είναι ένας κόπος. Αλλά κατά την πνευματική τοποθέτηση, είναι ένα διακόνημα, ένα λειτούργημα, το οποίο όσο το επιτελεί κανείς εν αναφορά και με την χάρη του Θεού, αυτό γίνεται όλο και ευκολότερο, και αναλαμβάνει πλέον ο Χριστός μας, η Παναγία, οι άγιοι Από­στολοι, οι άγιοι Άγγελοι αναλαμβάνουν την βοήθειά μας, επομένως δε και το δύσκολο έργο τόσο το χειρωνακτικό της αγωγής και της ανατροφής των παιδιών όσο και το παιδαγωγικό. Δεν είμαστε μόνοι, αλλά έχουμε την παρουσία εκείνων που πρωτοστάθηκαν στο μυστήριο του γάμου, που έγινε το πρώτο θαύμα του γάμου και στην συνέχεια αενάως η χαρισματικότητα του πρώτου θαύματος εξακολουθεί εις το διηνεκές.
Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια αυθαίρετη ίσως δική μου το­ποθέτηση εδώ. Αν διαφωνήσετε, θα μου το πείτε στην συζήτηση. Αν συμφωνήσετε, νομίζω ότι θα μπορούσαμε να παρομοιάσου­με το μυστήριο του γάμου σαν εκείνες τις ενέσεις ντεπόν, που γί­νονται για διάφορες παθήσεις· γίνεται μία φορά η ένεση, αλλά τα αποτελέσματά της διαρκούν για ένα μήνα. Το φάρμακο δια­λύεται σταδιακά μέσα στο σώμα του ανθρώπου και οι ευεργετι­κές επιδράσεις είναι πολυχρόνιες· είναι μακροχρόνιες μάλλον.
Το μυστήριο του γάμου είναι ένα τέτοιο μυστήριο, στο οποίο άπαξ μια πολύ σημαντική μέρα μας δίνεται συγκεκριμένα και όχι αόριστα η χάρις του Αγίου Πνεύματος, και επομένως τα ευεργετικά χαρισματικά αποτελέσματα διαρκούν εσαεί. Συνε­πώς τα παιδιά είναι το αποτέλεσμα αυτών των δωρεών, των άκτιστων δωρεών του Θεού. Η ανατροφή των παιδιών εμπίπτει και βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το κλίμα —των άκτιστων δωρεών του Θεού— και η αγωγή, η ορθόδοξη αγωγή, η χριστιανική αγωγή είναι ένα πολύ δυναμικό κομμάτι αυτών των δωρεών του Θεού που εδόθησαν κατά το μυστήριο του γάμου άπαξ, αλλά μέ­σα σ’ όλο το φάσμα και σ’ όλα τα χρόνια της οικογενείας λει­τουργούν ορατά και συγκεκριμένα.
Τα παιδιά λοιπόν, βάσει των αρχετύπων που αναφέραμε, βλέπουν τους γονείς αγαπημένους και χαίρονται. Τους βλέπουν ενωμένους και ευτυχούν. Τους βλέπουν μονιασμένους και δημι­ουργούν και αυτά μέσα στο κλίμα αυτής της δημιουργίας του Θεού. Το μοντέλο λοιπόν της αγωγής, της ορθοδόξου αγωγής, είναι ενοποιητικό. Το κλίμα της οικογενειακής αγωγής είναι ενοποιητικό. Μέσα στην οικογένεια όλοι αισθάνονται, αναπνέουν και χαίρονται αυτήν την αγία ενότητα του Αγίου Πνεύματος. Τα αρχέτυπα που ήδη το Πνεύμα το Άγιο έβαλε στους δύο γο­νείς μεταδίδονται φυσιολογικά και στα παιδιά, και επομένως και τα αγόρια και τα κορίτσια, ακόμα και στην πιο δύσκολη εφη­βική περίοδο, στην ατίθαση αυτή περίοδο, την χειμαρρώδη, την άτακτη, την ακατάστατη, τα παιδιά μπορούν και οσφραίνονται και ευφραίνονται με το κλίμα και με το πνεύμα —αυτό το εύ­κρατο κλίμα— της αγάπης και της κοινωνίας των δύο συζύγων.
Όταν αυτό το κλίμα σπάσει, ασφαλώς γκρεμίζεται και στα παιδιά αυτό το αρχέτυπο, γκρεμίζεται στην πράξη, ενώ στον ψυχολογικό τομέα και στον πνευματικό τομέα αρχετυπικά υπάρχει μέσα τους, και επομένως υπάρχει αυτή η αντιδικία ανάμεσα στο αρχέτυπο και στην έκπτωση του αρχετύπου. Τα παιδιά μπλοκάρονται σ’ όποια ηλικία κι αν βρεθούν, από την πιο τρυφερή —πολύ χειρότερα βέβαια— ως τη μεγαλύτερη. Τα ψυχοδυναμικά τους αδρανοποιούνται, δεν λειτουργούν, και επομένως το ανδρικό αρχέτυπο, που είναι ο πατέρας, και το μη­τρικό αρχέτυπο και πρότυπο, που είναι η μητέρα, εφ’ όσον δεν περιβάλλονται από την ενοποιητική αγάπη, αρχίζουν πλέον να καταστρέφονται και να διαστρεβλώνονται στις συνειδήσεις των παιδιών.
Είναι δυνατόν ο πατέρας να ακυρώνει τη μητέρα και αντίστροφα, και επομένως μπορεί ο πατέρας να διατείνεται ότι βρί­σκεται μακριά από την συζυγική εστία, άλλ’ όμως έχει καλές σχέσεις με τα παιδιά του. Τα παιδιά όμως έχουν την δυνατότη­τα, την ικανότητα και την ευφυία να ψυχολογούν και τον πατέ­ρα και την μητέρα και να καταλαβαίνουν σε ποιο βαθμό λένε την αλήθεια και πόσο πραγματικά ισχύουν οι υποσχέσεις περί ομονοίας και περί αγάπης.
Είναι γεγονός ότι σήμερα πολλά παιδιά ρέπουν στα ναρκω­τικά. επίσης σε άλλους δρόμους αλλοτριωμένους, σε αιρετικές ομάδες, επομένως σε ψυχοναρκωτικά. Διακατέχονται από πολ­λά ψυχολογικά προβλήματα και πολλοί έφηβοι που βρίσκονται στην κρίση μιας προβληματικής οικογενείας ή κυρίως μιας δια­λυμένης οικογενείας, έχουν φοβερή κρίση ταυτότητος.
Πάνω στην κρίση ταυτότητος θα πρέπει να τονίσουμε το ζοφερό γεγο­νός της ομοφυλοφιλίας, το οποίο στις ημέρες μας λανσάρεται και προπαγανδίζεται από τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι έ­χουν αυτές τις βαριές παθογενείς τραυματικές εμπειρίες. Δηλα­δή, επιτρέψτε μου να πω πιο συγκεκριμένα ότι, εφ’ όσον ένας νέος βρίσκεται εκτός αυτού του ενοποιητικού, ενωμένου οικο­γενειακού περιβάλλοντος και εφ’ όσον και ο πατέρας και η μη­τέρα με την αγάπη και την αναγνώριση του ενός προς τον άλλον δεν επιβεβαιώνουν το ανδρικό φύλο ή το γυναικείο φύλο ο ένας προς τον άλλον, τα παιδιά καταλαβαίνουν, εννοούν την αθέτηση που γίνεται του ενός και του άλλου φύλου και βρίσκονται πάντοτε στον δεινό προβληματισμό ποιο φύλο να διαλέξουν. Αυτό βέβαια είναι μεγάλη δοκιμασία για τα παιδιά, την οποία όμως δεν την έχουν όσα παιδιά βρίσκονται σε μια ενωμένη οι­κογένεια. Διότι εντελώς αυτονόητα και φυσιολογικά διαλέγουν το φύλο που έχουν. Γιατί βλέπουν ότι το φύλο που έχουν αντίστοιχα το έχει και ο πατέρας και αυτό το φύλο του πατέρα δεν σνομπάρεται, δεν ακυρώνεται από την μητέρα, δεν καταστρέφεται από την απουσία, από την έλλειψη ή από το σπάσιμο της οικογενείας. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στο κορίτσι και στην όλη υπόλοιπη ιστορία και εξέλιξη των παιδιών.
Τα παιδιά που βρίσκονται εκτός του ενοποιημένου οικογε­νειακού κλίματος πάσχουν από διάσπαση της προσοχής, αφού το μυαλουδάκι τους είναι τι κάνει ο πατέρας, τι κάνει η μητέρα, οι οποίοι όμως αντιπαρατίθενται. Επομένως στο δημοτικό ή στο γυμνάσιο ή στο λύκειο ή σε μεγαλύτερα σχολεία, δεν μπο­ρούν να έχουν την απαιτούμενη προσοχή, την σωστή προσοχή, για να μπορέσουν να τελειώσουν γράμματα και σπουδές και στην συνέχεια να ευδοκιμήσουν σ’ ένα συγκεκριμένο επάγγελμα.
Γνωρίζουμε σήμερα πάρα πολλούς ανέργους, οι οποίοι έ­χουν στις καταβολές τους και στις ρίζες τους μια θλιβερή ιστο­ρία ενός σπασμένου γάμου. Βέβαια εμείς λέμε ότι υπάρχει το πρόβλημα της ανεργίας και φταίει η κυβέρνηση και φταίνε οι διάφορες άλλες συνθήκες —και φταίνε κι αυτές βέβαια—, αλλά η ρίζα, η βάση και η αρχή του προβλήματος βρίσκεται σε άλλο επίπεδο, διότι το σωματοποιημένο άγχος και οι πολλές ευαισθησίες και τραυματικές εμπειρίες που δημιούργησε η σπασμέ­νη οικογένεια είναι το βασικότερο αίτιο της μη δημιουργίας και της αποτυχίας σε διαφόρους τομείς της ζωής των παιδιών.
Και μετά απ’ αυτά ας διατυπώσουμε το ερώτημα: «Με τι καρδιά ένας νέος των είκοσι πέντε ετών περίπου ή των τριάντα ή και των σαράντα ή μια νέα μικροτέρας ηλικίας μετά από πολ­λές τραυματικές εμπειρίες σπασμένης οικογενείας θα σκεφτούν την δική τους αποκατάσταση; Αλλά και τι μοντέλο, τι εικόνα οικογενείας έχουν στον νου τους, ώστε να μπορέσουν στην συ­νέχεια και στην δική τους οικογένεια να είναι ισορροπημένοι, να είναι ηγεμονικοί και να μπορούν να αγαπούν και να μπορούν να προσφέρουν, αφού αυτά δεν τα έχουν δει έμπρακτα στην δική τους οικογένεια;»
Ξέρω ότι σάς στενοχώρησα, σάς λύπησα και σάς παρουσία­σα τώρα, στο δεύτερο μέρος δηλαδή της ομιλίας, το τραγικό μέρος, το οποίο το αναπνέουμε, το οσφραινόμαστε, το ζούμε και εμείς οι πνευματικοί, το ψηλαφούμε κατά κόρον, κατά κόρον, κατά κόρον... Όμως εμείς δεν είμαστε απαισιόδοξοι. Γιατί; Γιατί γνωρίζουμε ότι οιαδήποτε σταυρική εμπειρία, από σταυ­ρική που είναι, από τραυματική δηλαδή, μπορεί να μετατραπεί σε σταυροαναστάσιμη και τελικά σε αναστάσιμη. Δηλαδή η Ορ­θόδοξη Εκκλησία μας έτσι με τους θεσμούς της, με την ιερή ά­για γλώσσα της, με τους ωραίους ύμνους της —που έχουν ολό­κληρη επιστημοσύνη μέσα τους και κυρίως έχουν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος—, με τα άχραντα μυστήρια —εξομολόγηση, θεία ευχαριστία— με την χαρισματική εξακολουθητική παρου­σία του μυστηρίου του γάμου και με τόσες άλλες ευκαιρίες — προσευχές, μελέτες— δίνει την δυνατότητα, στον οποιονδήποτε που έχει οποιαδήποτε τραυματική εμπειρία, να ανασυστήσει την προσωπικότητά του και να δημιουργήσει την οικογένειά του.
Ο πνευματικός πατέρας προσπαθεί να δρα και στο σπασμέ­νο οικογενειακό περιβάλλον ενοποιητικά. Προσπαθεί να συμ­φιλιώσει τους γονείς μεταξύ τους, τους γονείς με τα παιδιά και τα παιδιά με τους γονείς.
Η ορθόδοξη λατρεία μας, αυτό το ζεστό ανθρώπινο αλλά και φυσικό περιβάλλον, θεραπεύει τα τραύματα και τις ελλείψεις και κάνει θαύματα. Ο Κύριός μας δεν θαυματούργησε μό­νο στον γάμο της Κανά, έκανε και πολλά άλλα θαύματα. Το αρχικό το έκανε στον γάμο της Κανά, αλλά στην συνέχεια μπορεί να το κάνει και σε κάθε άλλη σχέση, σε κάθε άλλο γάμο, σε κά­θε άλλη κατάσταση, σε κάθε άλλη περίσταση και να μεταβάλ­λει την αρχική τραυματική εμπειρία σ’ ένα αληθινό και πραγμα­τικό γάμο. Όταν πηγαίνουμε στην Εκκλησία μας και στεκόμα­στε όρθιοι εμείς οι ορθόδοξοι στη λατρεία μας, μπροστά μας, μπροστά στο τέμπλο, βλέπουμε τον Χριστό και την Παναγία μας. Βλέπουμε την Παναγία μας να κρατάει στην αγκαλιά της το Παιδάκι της. Όσο τραυματικές εμπειρίες και να έχουμε, οποιεσδήποτε τραυματικές εμπειρίες και να έχουμε, όταν βρι­σκόμαστε μπροστά στην Παναγία μας και στο Παιδάκι της, ασφαλώς η καρδιά μας μαλακώνει και όλα τα προβλήματα χα­λαρώνουν.
Αν αρχίσει ένας ουσιαστικός διάλογος, εσωτερικός, μυστικός διάλογος μέσα στη λατρεία μας —όπου είναι ζωντανή η άκτιστη χάρη του αγίου Πνεύματος— τότε πραγματικά και η Παναγία μας αλλά και ο Χριστός θα μεταβάλουν όλες τις τραυ­ματικές μας εμπειρίες σε μετατραυματικές, σε σταυροαναστά­σιμες και άναστάσιμες.
Εδώ θα κάνουμε μια αναφορά στον άγιο πατέρα του οποί­ου την ιερά μνήμη από σήμερα επιτελούμε, τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, ο οποίος λέγει ότι μέσα στον χώρο της Εκκλησίας μας —και εννοεί ειδικά την λατρεία μας— δημιουργείται μία συνούλωση των τραυμάτων μας, μια επούλωση. Την λέει συνούλωση καλύτερα, και είναι πιο επιτυχής ο όρος, γιατί όλες οι τραυματικές εμπειρίες που προέρχονται κυρίως από τις δυσκο­λίες τις οικογενειακές, αλλά και από άλλες βέβαια, μπορούν — με την χάρη του Αγίου Πνεύματος— να υπερβαθούν και να γλυ­καθεί η καρδιά των ανθρώπων.
Η Παναγία μας είναι μητέρα· η Εκκλησία μας ολόκληρη είναι μητέρα, κι αν ακόμα η δική μας η μητέρα κάπου δεν στά­θηκε αληθινή μητέρα· είναι τροφός, είναι παιδαγωγός αρίστη, κι αν ακόμα η δική μας η μητέρα κάπου παραστράτησε, κάπου αστόχησε, κάπου παραπλανήθηκε.
Το πρόσωπο του Κυρίου μας είναι το αληθινό πατρικό πρό­σωπο, που πραγματικά ανασυνιστά μέσα μας την εικόνα του αληθινού πατέρα. Και μάλιστα η αγία μητέρα, η Παναγία μας, και το τέλειο θεανθρώπινο πρόσωπο του πατρός μας, του Κυρί­ου, μπορούν, έστω και σε προηγμένη ηλικία, να μας ανασυστήσουν την εικόνα την αληθινή για τον πατέρα μας και την μητέρα μας. Και μπορεί εκ των υστέρων τα τραυματισμένα παιδιά να βοηθήσουν τους σπασμένους γονείς, ώστε να ανασυστήσουν και αυτοί το αληθινό αρχέτυπο του πατέρα και το αληθινό αρχέτυ­πο της μητέρας.
Να γιατί, αγαπητοί μου αδελφοί, σεβαστοί πατέρες πρωτίστως, διαφωνούμε με το σεμινάριο που διοργάνωσε η Ψυχια­τρική Εταιρεία στους πνευματικούς, και θέλει να τους εκπαι­δεύσει . Γιατί δεν είναι δυνατόν αυτό το μέγα μυστήριο του γά­μου, όπως το βιώνει η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, να το κατανο­ούν οι ψυχίατροι.
Συγχωρέστε με, δεν κατηγορώ προσωπικά ανθρώπους, αλλά επειδή η εποχή μας είναι πάρα πολύ δύσκολη και επειδή ακούμε πολύ περίεργα πράγματα να συμβαίνουν και επειδή ακούμε κάποιους ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ψυχαναλυ­τές, ψυχοθεραπευτές να εγκρίνουν τη διάσπαση του γάμου, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ο άνθρωπος έχει ανεξάντλητα και απεριόριστα όρια και ότι η χάρις του αγίου Πνεύματος ενυπάρχει ακόμα και στους διαφωνούντες συζύγους και στους διασπασμένους, αλλά τους δίνουν εύκολα την εύκολη λύση —την χειρότερη βέβαια, τη δυσκολότερη λύση— και τους λένε· «αφού δεν συμφωνείτε, χωρίστε, τι καθόσαστε και παιδεύεστε;» Και από κει και πέρα αρχίζουν οι οδύσσειες και οι περιπέτειες των ποικίλων και πολλαπλών προβλημάτων και εντός και εκτός των οικογενειών. Γι’ αυτό η κοινωνία μας σήμερα τόσο πολύ ταλαι­πωρείται.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει ένα πλουσιότατο χαρισμα­τικό δυναμικό, που είναι το μέγα μυστήριο του γάμου. Θα πρέ­πει όλοι μας να ανασκουμπωθούμε, προς αυτό να κατευθύνου­με, προς αυτό να αγώμεθα, προς αυτό να χειραγωγούμεθα όλοι, όλοι μα όλοι, και να μη αφήνουμε κανέναν να μειώνει την θεαν­θρώπινη και χαρισματική του δυναμικότητα.
Ειρήσθω εν παρόδω και εν παρενθέσει ότι και αυτό το μυ­στήριο του γάμου βάλλεται και πολυβολείται, διότι κάποιοι, δυο «θεολόγοι», σήμερα προτείνουν στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος μια άλλη ακολουθία του γάμου, διότι η παραδοθείσα, η παραδεδομένη αυτή που αγίασε και αγιάζει τη ζωή μας, δεν τους εκφράζει. Και επομένως θα λέγαμε ότι η Νέα Εποχή έχει ακόμα και αυτή συλλάβει που βρίσκεται η δύναμη, η χαρά και η ευτυχία των ανθρώπων και θέλει παντοιοτρόπως και εκ των έσω πολλές φορές να ακυρώνει τα υπερφυή και με­γάλα μυστήρια του Θεού.
Σ υ ζ ή τ η σ η 
Ερώτηση: ...Πως εξηγείται το «καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα του και τη μητέρα» και πως μπορεί να συμβαδίσει με το «τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου»;
Απάντηση: Ξεκινήσαμε από το πεδίο το νοητικό, δηλαδή από τον λογισμό των ανθρώπων, προχωρήσαμε μετά στο συναι­σθηματικό και μετά είδαμε όλα τ’ άλλα. Αν επομένως υπάρχει η συμφωνία των δύο συζύγων, ούτε τους γονείς ασφαλώς θα παραγνωρίσουν ούτε θα τους περιφρονήσουν. Άλλωστε εντολή του Θεού είναι το «τίμα τον πατέρα και την μητέρα» και δεν είναι δυνατόν η μία εντολή να έρχεται σε αντίθεση με την άλλη. Αυτό που λέει ο ίδιος ο Χριστός, «καταλείψει τον πατέρα του και την μητέρα», απευθύνεται στο συναισθηματικό πεδίο, που πρέπει πραγματικά το ζεύγος να απεξαρτηθεί από τον συναι­σθηματισμό και από τις συμβουλές των γονέων, έτσι ώστε να αυτονομηθούν για ένα διάστημα, να αποκτήσουν την ενότητα την απαραίτητη —οι δυο τους—, να μπορέσουν να συμφωνή­σουν οι δυο τους και μόνο, να οργανώσουν την ζωή τους οι δυο τους και μόνο και στην συνέχεια οποιαδήποτε άλλη συνεργασία, προσφορά των παιδιών προς τους γονείς, δηλαδή του ζεύγους προς τους γονείς, αλλά και προσφορά των γονέων προς τα παι­διά τους και προς τα εγγόνια τους. ασφαλώς είναι ευλογημένα όλα αυτά και δεν μπορούμε να τα αθετήσουμε. Τώρα βέβαια μέσα στην όλη διαδικασία των οικογενειών υπάρχουν διάφορες υπερβολές, αλλά και η φυσική μας αδυναμία, η ροπή προς την αμαρτία, η αδιακρισία μας πολλές φορές δημιουργεί προβλή­ματα, και φυσικά το καλύτερο απ’ όλα είναι να συνδυάσουμε τις εντολές. «τίμα τον πατέρα και την μητέρα» και την άλλη εντολή του ίδιου του Χριστού που λέει: «καταλείψει ένεκεν τού­του» . Ένεκεν της συμφωνίας το λέει, δεν το λέει για άλλο λόγο.
Ερώτηση: ...Η Εκκλησία μας κάνει οικονομία και συνυπο­γράφει την λύση του μυστηρίου του γάμου. Αν δεν κάνω λάθος και διορθώστε με, νομίζω ότι παλιότερα όταν το ζευγάρι ήθελε να χωρίσει και πήγαινε στην Εκκλησία, υπήρχε κάποιος πνευματικός ο οποίος πρώτα συζητούσε με το ζευγάρι και προσπαθούσε μήπως έστω και την τελευταία στιγ­μή τους φέρει πάλι σε ένωση....Μήπως η Εκκλησία θα έπρεπε να πάρει μια τέτοια θέση, εδώ που έχουμε φτάσει, να μη επιτρέπει την λύση του μυστηρί­ου γάμου, να μη συνυπογράφει τουλάχιστον, κι αν το κάνει, να εφαρμόσει τουλάχιστον αυτό το μέτρο;
Απάντηση: Νομίζω ότι πάρα πολύ σωστά το τοποθετείτε το θέμα, δηλαδή θα μπορούσε και τώρα μάλιστα ο Μακαριώτατος, που έχει τόση δημοτικότητα —ας πούμε—, θα μπορούσε να το προτείνει. Αλλά στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν είναι θέμα ενός ανδρός μόνο, δεν είναι θέμα ενός ποιμένος, αλλά είναι θέ­μα όλου του λαού. Πολύ καλά κάνετε που το λέτε αυτό και το προτείνετε. Προτείνετε κάτι που υπήρχε. Αν λοιπόν αναλάβουμε και εμείς οι ιερείς τις ευθύνες μας πιο συστηματικά και πιο σωστά, και αν πράγματι αναλαμβάναμε, έστω και την τελευ­ταία στιγμή, όπως είπατε, και όχι μόνο την τελευταία βέβαια, ίσως από την πρώτη στιγμή θα ‘ταν καλύτερα, αλλ’ έστω και τε­λευταία στιγμή, να βοηθήσουμε ένα ζεύγος που κλονίζεται, να μη χωρίσει... θα ‘ταν το καλύτερο και είναι το καλύτερο.
Η ποιμαντική της οικογενείας ασφαλώς αρχίζει από την ημέρα του μυστηρίου του γάμου και (συνεχίζεται) σ’ όλη τη διάρ­κεια του οικογενειακού βίου. Τώρα αν τελικά η Εκκλησία υ­πογράφει το διαζύγιο, δεν καταδικάζει τον άνθρωπο, γιατί, ό­πως είπαμε, είναι άρρητα και απέραντα οικονομική και δίνει τη δυνατότητα στον έναν ή στον άλλον —και ιδίως όταν δεν έχουν παιδιά βέβαια— να έλθουν σε δεύτερο γάμο, και προφανώς τους δίνει τη δυνατότητα —εφ’ όσον θα είναι και μετανιωμένοι, εφ’ όσον θα έχουν και μια εμπειρία έτι περισσότερο αρνητική— να χρησιμοποιήσουν την αρνητική εμπειρία, για να μη ξανακά­νουν δεύτερο λάθος. Βέβαια η εμπειρία η ανθρώπινη διαφορε­τικά πράγματα επιβεβαιώνει. Ότι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν μπόρεσε να κρατήσει τον πρώτο του γάμο ακέραιο, πως θα μπορέσει να κρατήσει τον δεύτερο; Αλλά εφ’ όσον η Εκκλησία οικονομεί, μπορεί πράγματι η οικονομία του Θεού, η οποία χο­ρηγείται δια μυστηρίου, πάλι να ισχύσει θεραπευτικά και να καταξιωθεί ο άνθρωπος με αυτήν τη δεύτερη οικονομία.
Ερώτηση: ... Η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να κάνει μια συμβουλευτική του γάμου σε ανθρώπους που πρόκειται να πα­ντρευτούν; Δηλαδή να τους πιάσει και να τους πει ότι ο γάμος είναι αυτό το μυστήριο, έχει αυτά τα επακόλουθα και αυτές τις προοπτικές και επιπτώσεις....Να καταλάβουμε ότι ο γάμος είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Να υπάρχουν δηλαδή πνευματικοί που να καθοδηγούν το νέο ζευγάρι και αυτό να γίνει μια πρακτική της Εκκλησίας.
Απάντηση: Εξυπακούεται ότι την μέρα που εκδίδεται η ά­δεια του γάμου και βρίσκονται στον ιερέα και οι δύο μελλόνυμ­φοι, γίνεται μια συζήτηση και κάποια πολύ βασικά θέματα τίθε­νται. Πράγματι, αυτό θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε και οι ιερείς, οι εφημέριοι, που ετοιμάζουμε την έκδοση της άδειας του γάμου, και έχουμε μπροστά μας το ζεύγος, έχουμε όλη τη δυνατότητα να μιλήσουμε μαζί τους και εκείνοι είναι δεκτικοί ως επί το πλείστον, είναι χαρούμενοι, διότι έρχονται για γάμο, και επομένως είναι ανοικτή η διάθεσή τους. Σπανίως έχω συνα­ντήσει αρνητές συμβουλών.
Θα σάς πω μάλιστα μια περίπτωση που μου έτυχε πριν από χρόνια, δηλαδή πριν καθιερωθεί ο πολιτικός γάμος.
Ήρθε και παντρεύτηκε ένα ζευγάρι στην Εκκλησία μας και με είχε προει­δοποιήσει ένας φίλος γιατρός, συγγενής τους. Μου είπε: «Μην παραξενευτείς άμα θα δεις το ζευγάρι. Είναι πολύ περιθωρια­κοί και μη σοκαριστείς». Πράγματι, ανήκαν τα δυο παιδιά αυτά σε μια κομμουνιστική Οργάνωση και δεν ήθελαν να παντρευ­τούν, αλλά επειδή δεν υπήρχε ο πολιτικός γάμος, ήρθαν αναγκαστικά. Ο νεαρός φορούσε σπορτέξ, για να σνομπάρει —ας πού­με— την όλη διαδικασία, και η νύφη ήταν αντίστοιχα ντυμένη. δεν θυμάμαι να σάς πω τώρα λεπτομέρειες, είναι είκοσι χρόνια περίπου, όμως και οι δύο ήρθανε έτσι, πολύ τυπικά. Ήμασταν αναγκασμένοι, τους τραβάγανε, ήρθανε. Επειδή τώρα όλοι οι συγγενείς, δηλαδή γονείς και το υπόλοιπο περιβάλλον των προ­σκεκλημένων, ήταν ανθρωπίνως, θα λέγαμε, καλού χριστιανικού επιπέδου, ενός μετρίου τουλάχιστον επιπέδου, και επειδή ήξε­ραν ότι τα παιδιά αυτά ήταν πολύ αντιδραστικά —εικοσιπεντάρηδες και οι δυο— γι’ αυτό τους περιέβαλλαν με μια μυστική, θα λέγαμε, κρυφή χριστιανική αγάπη. Και εκείνη την ώρα του μυστηρίου φαίνεται πως όλοι προσεύχονταν. Πιστεύετε ότι με­τά από τα πρώτα λεπτά και τα δυο παιδιά στάθηκαν πάρα πο­λύ αξιοπρεπώς, άκουσαν όλο το μυστήριο με πάρα πολλή προ­σοχή, και όταν στο τέλος τους ευχηθήκαμε με δυο τρία λόγια, κατευχαρίστησαν και τον ιερέα και στην συνέχεια δέχονταν ευχάριστα τα συγχαρητήρια των συγγενών τους; Άλλαξε τελείως το σκηνικό δηλαδή, όλο το περιβάλλον. Άλλαξε η ψυχολογική τους διάθεση.
Θέλω να πω με αυτό ότι πράγματι στα χέρια και ημών των ιερέων αλλά και του υπολοίπου σώματος της Εκκλησίας είναι να ασκούμε όλοι μας μια τέτοια συμβουλευτική, διότι δεν είμαστε πάπες οι ιερείς. Μπορεί και η μητέρα και ο πατέρας και ο κουμπάρος και όλοι να παίξουμε τον θετικό ρόλο μας στην σύ­σταση και στην σύμπηξη ενός καλού γάμου.
Ερώτηση: Ποια πρέπει να είναι η προσέγγιση των γονέων στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους εν όψει κάποιου μελ­λοντικού γάμου;...
Που σταματάει η παρέμβαση των γονέων;...
Απάντηση: Θα πω κάτι πάρα πολύ θεωρητικό —έτσι θα σάς φανεί κατ’ αρχήν—, αλλά μετά θα πω και το πρακτικό.
Οι πατέρες της Εκκλησίας μας και δη ο άγιος Ειρηναίος, μας λέγουν ότι, πριν ο Θεός δημιουργήσει πραγματικά τον κόσμο, τον εσχεδίασε στην προαιώνια βουλή του. Τι είναι η βουλή του Θεού; Δεν είμαστε σε θέση εμείς να πούμε ποια είναι η βουλή του Θεού. Έτσι λένε οι Πατέρες μας. Ας πούμε, στην φαντασία του, στην σκέψη του. Σχεδίασε ως σοφός αρχιτέκτων όλη την δημιουργία. Μιλάμε ανθρώπινα και σχηματικά. Στην συνέχεια δημιουργεί τον κόσμο. Και φυσικά αυτά που «οραματίστηκε» —σε εισαγωγικά το λέμε πάλι— ο Θεός και αυτό που δημιούρ­γησε ήτανε αριστουργήματα.
Ερχόμαστε τώρα στην περίπτωση —κάνω ένα άλμα— των γονέων. Λοιπόν τι οραματίζεται κάθε γονέας για το παιδί του; Έχει καλούς οραματισμούς. Να πάρει μια καλή κοπέλα, να πάρει έναν καλό νεαρό. Το καλό το σχεδιάζουμε ο καθένας μας με τη δική του φαντασία. άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, με τα αντίστοιχα κριτήρια. Βέβαια το κριτήριο το δικό μας, είπαμε, είναι χριστιανικό. Αλλά μαζί με το χριστιανικό μπορεί να μπλέκεται και το κοσμικό. Λέμε ότι, για να ’ναι καλός χριστιανός, σημαίνει ότι έχει σπουδάσει, ότι έχει δουλέψει, ότι έχει κοπιάσει, έχει αναπτύξει τα ψυχοδυναμικά του, έχει καλή οικογένεια... Τα βά­ζουμε όλα μαζί. Μπορεί να μην κάνουμε λάθος δηλαδή, μπορεί να είναι και σωστά όλα αυτά. Εν πάση περιπτώσει, όταν έρ­θουμε στην συγκεκριμένη διαφωνία, το θέμα είναι εκεί. τι τάξεως είναι η διαφωνία μας. Γιατί μπορεί το κριτήριό μας να μην είναι πράγματι κριτήριο ανιδιοτελές. Γι’ αυτό πριν δώσουμε τις συμβουλές μας, θα πρέπει πολύ να παιδέψουμε, να βασανίσου­με μέσα μας, γιατί αντιδρούμε στην επιλογή του παιδιού μας. Αυτό θα το κάνουμε οπωσδήποτε. Διότι έχω δει πολλές περι­πτώσεις γονέων, οι οποίοι δεν μπορούν να τεκμηριώσουν γιατί αντιδρούν. «Μα δεν θέλω...» Και κυρίως δεν θέλουν οι γονείς πολλές φορές να χάσουν τα παιδιά τους συναισθηματικά, και ενώ λένε, «θέλω να παντρευτεί η κόρη μου», δεν θέλουνε στο βά­θος. «Θέλω να παντρευτεί ο γιός μου», λέει η μητέρα. Δεν θέ­λει... και μετά εφ’ όσον a priori υπάρχει μια τέτοια άρνηση ουσιαστική, ψυχολογική δηλαδή, σ’ ένα γάμο του παιδιού, είναι ε­πόμενο η κοπέλα που θα βρεθεί να έχει ελαττώματα. Δεν μπο­ρεί να μην έχει. Αφού εγώ δεν θέλω ψυχολογικά να παντρευτεί ο γιός μου. Γιατί; Για πολλούς λόγους. Είμαι συνδεδεμένος συν­αισθηματικά μαζί του κ.τ.λ. κ.τ.λ. Βλέπω μια κοπέλα, βρίσκω ελαττώματα.
Έχω περιπτώσεις που είναι εξωφρενικές πραγματικά. Η μητέρα ενός φίλου μου του λέει: «Η κοπέλα που διάλεξες είναι κουτσή». Και δεν ήταν η κοπέλα κουτσή. Όμως η μητέρα την βλέπει για κουτσή. Και έπεισε τον γιό της ότι η κοπέλα είναι κουτσή. Ήρθε λοιπόν και μου λέει: «Δεν είχα δει ότι η κοπέλα είναι κουτσή». Λέω: «Είσαι με τα καλά σου;» Τελικά διελύθη όχι μόνο εκείνη η περίπτωση, αλλά σαράντα περιπτώσεις. Κατάφερε να διαλύσει η μητέρα σαράντα περιπτώσεις με διάφορα ανά καιρούς επιχειρήματα, διότι δεν ήθελε να αφήσει το παιδί της. Μέχρι που ατόνησαν οι δυνάμεις της.
Πρέπει να βασανίσουμε λοιπόν τα κριτήριά μας, το πρώτον, και, το δεύτερον, να μη απεμπολήσουμε την ευθύνη μας. Αν τεκμηριώσουμε στο παιδί τις αντιρρήσεις μας, θα πρέπει εκείνο να καταλάβει που βαδίζει, και η συμβουλή μας και οι αντιρρήσεις μας πρέπει να είναι τέτοιες, που να μη δημιουργήσουν κα­ταστροφή, γιατί μπορεί και οι αντιρρήσεις και οι συμβουλές αυ­τές οι αρνητικές να βοηθήσουν να γίνει ένας καλός γάμος στην συνέχεια. Εάν το παιδί επιμείνει, να του πούμε ότι εμείς έχου­με αυτήν την εκτίμηση· δηλαδή: «προβλέπουμε ότι θα δυσκο­λευτείτε σ’ αυτό το σημείο, θα δυσκολευτείτε στο άλλο ση­μείο». Αν τα ‘χει υπόψη του το παιδί μας αυτά και τα προσέξει, δεν θα πάει καλά στον γάμο του, αν επιμείνει να πάρει αυτόν τον άνθρωπο; Και έχω και τέτοιες περιπτώσεις που πράγματι μετά από μια αρχική άρνηση των γονέων, αλλά τεκμηριωμένη, κτίσθηκαν και εδράσθηκαν πολλοί καλοί γάμοι.
Ερώτηση: Ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο ανθρώπους που δεν τα πάνε καλά και που δεν είναι μέσα στον χώρο της Εκκλη­σίας. Πως μπορούμε να τους προσεγγίσουμε; Αν τους πούμε για το μυστήριο του γάμου, δεν καταλαβαίνουν και πολλά πράγματα. Να τους μιλήσουμε για τις συνέπειες στα παιδιά ή για κάτι άλλο;
Απάντηση: Νομίζω πως, για να μη καταστραφεί ένας γά­μος, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ασφαλώς όλα τα επιχει­ρήματα. Να μη μείνουμε όμως μόνο στα πρακτικά, γιατί ένα πρόβλημα και μια κρίση μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε περισσότερη θεολογία, σε περισσότερη συνειδητοποίηση του μυστηρίου του γάμου. Γι’ αυτό μαζί με τα πρακτικά μπορούμε να πούμε και τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην ψυχολογία και στις τύχες των παιδιών, μπορούμε να συστήσουμε την επι­στροφή στην Εκκλησία, στο μυστήριο δηλαδή, στην μετάνοια, στην εξομολόγηση. Κι αν φτάσουν στην Εκκλησία και στην ε­ξομολόγηση, ασφαλώς τα πράγματα θα είναι ηπιότερα. Δηλαδή οι άγριοι καυγάδες θα γίνουν χριστιανικοί καυγάδες, χριστιανικότεροι. Και μπορεί να γλιτώσει κανείς αφ’ ενός την καταστρο­φή ενός γάμου, αλλά και να μπει στην Εκκλησία όλη η οικογέ­νεια και να έχουμε πλέον αληθινή θαυματουργία.

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
Από το βιβλίο: «ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ, ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ»
(Πρόγραμμα έτους 2002-2003)
Ενορία Αγ.Παρασκευής Αττ. Σχολή Γονέων Αγ.Παρασκευής. (σελ: 17-42)

  
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com 


Read more: http://www.egolpion.com/diazigio_f8ora.el.aspx#ixzz2lpPpqovj