Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Η νεκρανάσταση ενός ρώσσου

 



Η ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΡΩΣΟΥ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΤΟΥ
Πρόλογος της Ρωσικής εκδόσεως

Το ιστορικό αυτό γεγονός δημοσιεύτηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στο περιοδικό «Μοσκόβοσκιε Βέντομοστι» (Τα χρονικά της Μόσχας). Αργότερα κυκλοφόρησε από την Λαύρα του Οσίου Σεργίου σαν ξεχωριστή έκδοση.
Το εκδοτικό τμήμα της Λαύρας επικοινώνησε με τον συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος και επαλήθευσε το γεγονός το οποίο, περιγράφεται στο βιβλίο, λέγοντας ταυτόχρονα ότι ο άνθρωπος, στον οποίο το γεγονός αυτό συνέβη, στην συνέχεια έγινε μοναχός. Η παρούσα έκδοση αποτελεί επανεκτύπωση του κειμένου πού δημοσιεύτηκε στην πόλη Καλούγκα Το 1911.

Α'

    Πολλοί άνθρωποι τον αιώνα μας τον αποκαλούν «αιώνα της άρνησης», υποστηρίζοντας ότι ή άρνηση είναι το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής μας. Η άρνηση αυτή ίσως είναι μία επιδημία πού όλους μας ταλαιπωρεί σήμερα. Έκτος όμως από αυτή την γενική άρνηση υπάρχουν και άλλες όχι λίγες αρνήσεις πού φύτρωσαν στο έδαφος της δικής μας επιπολαιότητας. Πολλές φορές ίσως αρνούμαστε και κάτι το όποιο δεν το γνωρίζουμε καθόλου. Δεν το έχουμε σκεφτεί καν και όμως το αρνούμαστε. Μαζεύονται ένα σωρός ιδέες και θεωρίες, δημιουργώντας στο κεφάλι μας ένα χάος. Ιδέες από διάφορες διδασκαλίες, πολλές φορές αντίθετες μεταξύ τους, κάποιες θεωρίες αλλά τίποτα ορισμένο και συγκεκριμένο. Όλα είναι τόσο επιφανειακά, ασαφή και αόριστα, ώστε δεν υπάρχει καμιά προοπτική κάτι να καταλάβουμε. Ποιοι είμαστε, σε τι πιστεύουμε, ποιο ιδανικό έχουμε στην ψυχή μας, και αν το έχουμε. Αυτά για πολλούς από μας είναι σχεδόν άγνωστα. Το παράξενο όμως είναι ότι ποτέ οι άνθρωποι δεν αρέσκονται τόσο πολύ στο να συζητούν όπως τώρα, στην εποχή των γραμμάτων. Δυστυχώς όμως δεν θέλουν να κατανοήσουν τον εαυτό τους. Το λέω αυτό επειδή το παρατηρώ στους ανθρώπους γύρω μου αλλά και σε μένα τον ίδιο.

Δεν θα περιγράψω όμως εδώ με λεπτομέρειες ολόκληρη τη ζωή μου, επειδή αυτό είναι άσχετο προς το σκοπό μου. Θα προσπαθήσω όμως να περιγράψω τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις. Μεγάλωσα σε μία ορθόδοξη οικογένεια, οι γονείς μου ήταν άνθρωποι ευσεβείς. στο σχολείο οπού πήγαινα η απιστία δεν θεωρούνταν χαρακτηριστικό γνώρισμα μεγαλοφυΐας. Γι' αυτό και δεν υπήρξα μηδενιστής όπως οι περισσότεροι νέοι της εποχής μου. Ουσιαστικά ήμουν κάτι το απροσδιόριστο: ούτε άθεος ήμουν αλλά ούτε θα μπορούσα να θεωρήσω τον εαυτό μου άνθρωπο λίγο ή πολύ θρησκευόμενο. Επειδή κάτι τέτοιο δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιων δικών μου προσωπικών πεποιθήσεων αλλά διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος, γι' αυτό θα παρακαλούσα τον αναγνώστη να βρει μόνος του ένα κατάλληλο ορισμό για την προσωπικότητα μου.
Η ταυτότητα μου έγραφε «χριστιανός ορθόδοξος» αλλά ποτέ μου δεν σκέφτηκα αν έχω ή όχι το δικαίωμα να ονομάζομαι έτσι. Ποτέ δεν μου ήρθε στο μυαλό να ερευνήσω τι απαιτεί από μένα αυτό το όνομα και αν εγώ ανταποκρίνομαι σ' αυτές τις απαιτήσεις. Πάντα έλεγα ότι πιστεύω στον Θεό αλλά αν κάποιος με ρωτούσε πώς πιστεύω και πώς πρέπει να πιστεύουμε σ' Αυτόν σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέλος της οποίας αποτελούσα και εγώ, αυτό, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα με έβαζε σε αμηχανία. Αν με ρωτούσαν, για παράδειγμα, αν υπήρξε ή όχι σωτήρια για μας η ενανθρώπηση και τα πάθη του Υιού του Θεού ή πώς βλέπω εγώ την Εκκλησία, αν πιστεύω ή όχι σ' αυτή και στα μυστήρια της, δεν μπορώ να φανταστώ τι ανοησίες θα μπορούσα να πω. Να και ένα παράδειγμα.

Μια φορά η γιαγιά μου, πού πάντα τηρούσε αυστηρά τη νηστεία, μου έκανε την παρατήρηση, γιατί εγώ δεν νηστεύω.
- Είσαι γερός και δυνατός, δεν είναι δύσκολο για σένα να νηστεύεις. Πώς ακόμα και ένα τόσο εύκολο πράγμα πού μας ορίζει η Εκκλησία, δεν θέλεις να το κάνεις;
Ο ορισμός αυτός, γιαγιά μου, δεν έχει νόημα, της απάντησα. Εσείς τρώτε νηστίσιμα επειδή το έχετε συνηθίσει, αλλά συνειδητά δεν το κάνει κανείς από σας.
- Γιατί νομίζεις ότι το να νηστεύεις δεν έχει νόημα;
- τι διαφορά έχει για τον Θεό αν τρώω ζαμπόν ή καπνιστό ψάρι;
Τέτοιες «βαθιές» σκέψεις είχε ένας μορφωμένος άνθρωπος για την ουσία της νηστείας!
- Τι είναι αυτά πού λες; συνέχισε η γιαγιά. Και πώς μπορείς να το χαρακτηρίζεις ανοησία, αν ο ίδιος ο Κύριος μας νήστευε; Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση και μόνο με την βοήθεια της γιαγιάς μου μπόρεσα να θυμηθώ ότι πραγματικά έτσι γράφει και στο Ευαγγέλιο. Όπως βλέπετε αν και είχα δείξει αμέλεια να γνωρίσω το γεγονός, ότι και ο Σωτήρας μας ο ίδιος τηρούσε την νηστεία, επιπλέον είχα και αντιρρήσεις.

Άλλα ας μην σκεφτεί ο αναγνώστης ότι ήμουν λιγότερο σοβαρός από κάποιους άλλους νέους του κύκλου μου. Ακόμα ένα παράδειγμα. Κάποιος ρώτησε έναν γνωστό μου, με τον όποιο εργαζόμασταν μαζί, αν εκείνος πιστεύει στον Χριστό ως Θεάνθρωπο. Εκείνος απάντησε ότι πιστεύει αλλά από τη συνέχεια της συζήτησης έγινε φανερό ότι αρνείται την Ανάσταση του Χριστού.

- Με συγχωρείτε, του είπε μία γυναίκα, αλλά είναι παράξενο αυτό πού λέτε. τι νομίζετε ότι έγινε μετά με τον Χριστό; Αν εσείς πιστεύετε ότι Αυτός είναι ο Θεός, τότε πώς είναι δυνατόν να λέτε ταυτόχρονα ότι Αυτός πέθανε, δηλαδή με άλλα λόγια ότι έπαψε να υπάρχει; Όλοι εμείς περιμέναμε ότι θα μας δώσει μία έξυπνη απάντηση, θα μας παρουσιάσει καινούρια θεωρία περί θανάτου ή θα μας δώσει μία νέα ερμηνεία αυτού του γεγονότος. και, όμως, τίποτα παρόμοιο. Απλά μας είπε: «Αχ, δεν το σκέφτηκα!»

Προσδοκώ Ανάστασιν Νεκρών




«Προσδοκώ Ανάστασιν Νεκρών»
 Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Χριστοδούλου
 
         Αποτελεί δόγμα της πίστεώς μας η κοινή Ανάσταση των νεκρών. Το λέμε στο σύμβολο της Πίστεώς μας• «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Η ζωή μας έχει τέσσερα στάδια. Το πρώτο είναι η επίγεια ζωή μας. Αυτή την οποία ζούμε επάνω στην γη. Το δεύτερο στάδιο είναι μετά τον θάνατο μας, η λεγόμενη «μέση κατάσταση». Το τρίτο στάδιο είναι η ζωή κατά την ανάσταση των σωμάτων και το τέταρτο η ζωή του μέλλοντος αιώνος. Τότε αρχίζει και το μυστήριο της «ογδόης ημέρας».
Όμως, αν κάποιος αμφιβάλλει περί της αναστάσεως των σωμάτων, θα πρέπει να πούμε ότι η ανάσταση αυτή θα γίνει, διότι το είπε το αψευδές στόμα του Κυρίου μας. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι γραμμένα τούτα τα λόγια του Κυρίου: «οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται». Θα ακουστεί λέγει η φωνή του Χριστού και όλοι θα ζήσουν, θα αναστηθούν. Στην συνέχεια ο ίδιος ο Κύριος συμπληρώνει «μη θαυμάζετε τούτο, ότι έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής Αυτού και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις Ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις Ανάστασιν Κρίσεως». Σαφέστατα τα λόγια αυτά του Κυρίου μας ομιλούν για την ανάσταση των σωμάτων, η οποία θα γίνει όταν θα ακουσθεί η φωνή του Ιησού Χριστού.

Αλλά και ο Απόστολος Παύλος εκφράζοντας την ίδια αλήθεια μας λέγει: «σαλπήσει γαρ και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι». Ο Απόστολος ομιλεί περί του σαλπίσματος του Αγγέλου, το οποίο θα σημάνει για την ανάσταση των νεκρών σωμάτων, οπότε οι νεκροί θα εγερθούν άφθαρτοι. Για όσους επίσης αμφιβάλλουν περί της ζωοποιήσεως των νεκρών σωμάτων και μάλιστα των απ' αιώνος κεκοιμημένων, υπάρχει το όραμα του προφήτου Ιεζεκιήλ, που ο προφήτης, λαμβάνοντας εντολή από τον Θεό να κηρύξει στα γυμνά οστά, κηρύττει και αμέσως τα οστά προσλαμβάνουν σάρκα και ψυχή ζωοποιούνται και ανίστανται.
Είναι, επίσης, ορθό και δίκαιο πριν από την Δευτέρα Παρουσία να προηγηθεί η ανάσταση των σωμάτων, προκειμένου σώματα και ψυχές μαζί να παρουσιαστούν ενώπιον του βήματος του αδέκαστου Κριτού, για να λάβουν την απάντηση στον τρόπο της ζωής που έζησαν από κοινού. Κι' αυτό διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή. Ο Απ. Παύλος σαφώς μας πληροφορεί ότι θα βρεθούμε ενώπιον του Κριτού, με το σώμα μας, για να λάβει έκαστος την κρίση για όλα όσα έκανε. Μαζί έζησαν σώμα και ψυχή, μαζί και θα απολαύσουν τον Παράδεισο ή μαζί θα οδηγηθούν στην Κόλαση.

Μερικοί αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν να γίνει αυτή η ανάσταση, όταν το σώμα έχει διαλυθεί προ πολλού. Το σώμα αυτό θα αναστηθεί, διότι ανεστήθη το σώμα του Χριστού. Η Αγία Γραφή τον χαρακτηρίζει ως «πρωτότοκο πάσης κτίσεως» και «ότι εγένετο απαρχή των κεκοιμημένων». Αυτό σημαίνει ότι, ό,τι συνέβη στον Χριστό, πρόκειται να συμβεί και σε εμάς, επειδή ο Χριστός είναι η ανακεφαλαίωση και η συγκεφαλαίωση ολοκλήρου της ζωής μας. Ο Κύριός μας είναι η κεφαλή του σώματός μας και εμείς είμεθα τα μέλη. Επομένως, αφού η κεφαλή ανέστη, θα αναστηθεί και ολόκληρο το σώμα. Θα αναστηθούμε όμως όχι αφ' εαυτών μας, όπως συνέβη με την Ανάσταση του Κυρίου, αλλά θα αναστηθούμε όταν ακουσθεί η φωνή του Κυρίου.

Ποιος είναι ο «προφήτης» στην Καινή Διαθήκη

 



 
Ποιος είναι ο «προφήτης»
στην Καινή Διαθήκη

Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†)
Καθηγητού Πανεπιστημίου

      Επάνω στην διδασκαλία της Εκκλησίας περί της θείας Χάριτος βασίζεται όλη η διδασκαλία Της περί της Αγίας Τριάδος, ως και περί της Ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου.
 Λέγει ο απόστολος Παύλος: «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους...»[i]. Αργότερα επεκράτησε η άποψις ότι ο προφήτης του  αποστόλου Παύλου ήταν ο επίσκοπος της Εκκλησίας των πρώτων Χριστιανών. Οπότε έχομε: Πρώτον τους Αποστόλους, μετά τους Επισκόπους και μετά τους Πρεσβυτέρους, οι οποίοι κατ' αυτήν την άποψιν είναι οι διδάσκαλοι  της Εκκλησίας.
Αν τώρα διαβάσωμε το 14ο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου, βλέπομε ότι εκεί αναφέρεται σαφώς ότι στην ενορία της Κορίνθου υπήρχαν πολλοί προφήτες, χριστιανοί δηλαδή με προφητικό, προορατικό χάρισμα. Διότι γράφει: Να μιλήσουν οι προφήτες σε ομάδες των δύο ή των τριών[ii]. Οπότε υπήρχαν τουλάχιστον τρεις προφήτες, ίσως και περισσότεροι, εξ ή επτά. Εδώ οι προφήτες της Κορίνθου δεν ήσαν όλοι τους επίσκοποι.
Όμως τι σημαίνει η λέξις προφήτες του αποστόλου Παύλου; Το τι σημαίνει φαίνεται από το γεγονός ότι  σε άλλο σημείο γράφει ο απόστολος Παύλος ότι δεν έχει αποκαλυφθή το Μυστήριο του Θεού σε προηγούμενες γενεές, όπως αποκαλύφθηκε στην δική του, όπως αποκαλύφθηκε δηλαδή «νυν τοις αποστόλοις και προφήταις»[iii]. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν είχε αποκαλυφθή στην Παλαιά διαθήκη, όπως αποκαλύφθηκε τώρα στους Αποστόλους και στους Προφήτες. Εδώ δηλαδή δεν μιλάει για τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά για τους Προφήτες της Εκκλησίας.
Αυτό σημαίνει  ότι :
α) Απόστολος είναι εκείνος στον οποίο έχει αποκαλυφθή ο Χριστός εν δόξη. Γι' αυτό στο 15ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του απαριθμεί ο απόστολος Παύλος όλους εκείνους, στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός μετά την Ανάστασί Του, αλλά και μετά την Πεντηκοστή, διότι δεν κάνει διαφοροποίησι μεταξύ των εμφανίσεων του Χριστού προ της Πεντηκοστής και μετά την Πεντηκοστή.
Οπότε το πρωταρχικό γνώρισμα του οποιουδήποτε Αποστόλου δεν ήταν μόνο ότι ήταν μαθητής του Χριστού προ της Σταυρώσεώς Του, αλλά και το γεγονός ότι ο Χριστός είχε αποκαλυφθή σ' αυτόν εν δόξη μετά την Ανάστασί Του. Γι' αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει: «Δεν γνωρίζω τον Χριστόν κατά σάρκα αλλά κατά πνεύμα»[iv]. Διότι, για να γνώριζε τον Χριστόν κατά σάρκα, σήμαινε ότι θα έπρεπε να είχε συναναστραφή μαζί Του προ της Σταυρώσεώς Του, το οποίο δεν συνέβη με τον απόστολο Παύλο. Μετά την Σταύρωσι, Ταφή και Ανάστασί Του δεν γνωρίζομε τον Χριστόν κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα. Δηλαδή βλέπομε τον Χριστόν νοερώς με τα μάτια της ψυχής, καθώς και εν δόξη κατά την εμπειρία της θεώσεως.

Πως οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς





      Πως οι Πατέρες
αντιμετώπισαν τους αιρετικούς  Περί της εννοίας του δόγματος
Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†)
Καθηγητού Πανεπιστημίου
Οι Πατέρες τονίζουν ότι η σωτηρία δεν έρχεται με το Ορθόδοξο δόγμα από μόνο του. Δεν είναι το δόγμα που σώζει τον άνθρωπο. Το δόγμα απλώς ανοίγει τον δρόμο στον άνθρωπο, για να φθάση στην κάθαρσι και στον φωτισμό. Όμως χωρίς το Ορθόδοξο δόγμα δεν φθάνει κάποιος στην κάθαρσι και στον φωτισμό. Χωρίς την ορθή δογματική συνείδησι και χωρίς την Ορθόδοξη πράξι, χωρίς την Ορθόδοξη  λειτουργική ζωή δεν φθάνει κανείς στην κάθαρσι και στον φωτισμό.

Το δόγμα και η λειτουργική ζωή δεν είναι τα μέσα για να φθάση κανείς στην κάθαρσι της ψυχής και στον φωτισμό. Είναι όμως οι απαραίτητες προϋποθέσεις, τα απαραίτητα θεμέλια, για να οδηγηθή κάποιος στην κάθαρσι και τον φωτισμό. Δεν είναι δηλαδή το δόγμα ένα αυτόματο μέσο που μας οδηγεί από μόνο του σ’ αυτές τις καταστάσεις.

Ο Άρειος τόνιζε ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός προ των αιώνων. Παρ’ όλα αυτά κατηγορείται, από τον Μέγα Αθανάσιο ότι υπεστήριζε την εν χρόνω γέννηση του Λόγου.

Γιατί όμως; Διότι προσέθετε το «ην ποτε ότε ουκ ην». Το «ποτέ» και το «ότε» είναι όμως χρονικά επιρρήματα. Διότι, όταν λέγη κανείς το «ην ποτε ότε ουκ ην», σημαίνει ότι υπήρχε κάποιο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν υπήρχε ο Λόγος. Γλωσσικά αυτό σημαίνει. Αλλά μέσα στα πλαίσια της Αποφατικής θεολογίας ό,τι και να πη κανείς για τον Θεό, περιορίζεται στα χρονικά κατηγορήματα. Οποιαδήποτε λέξι και αν χρησιμοποίηση κανείς για τον Θεό, δεν μπορεί να αποφύγη τις διαστάσεις του χρόνου. Γιατί; Π.χ. λέμε: Ο Λόγος γεννάται εκ του Πατρός. Γλωσσικά, εξ επόψεως νοήματος αυτό το γεννάται εκ του Πατρός μπορεί να σημαίνει είτε ότι κάποτε γεννήθηκε εκ του Πατρός ή ότι αενάως γεννάται εκ του Πατρός ή ότι εν χρόνω γεννάται εκ του Πατρός. Το ίδιο συμβαίνει και όταν λέγη κάποιος ότι: Ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός.

Οι Πατέρες, για να πλαισιώσουν την διδασκαλία τους και για να περιφράξουν την διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν διάφορες ορολογίες. Βέβαια και οι Πατέρες λένε ότι ο Λόγος προ των αιώνων εγεννήθη εκ του Πατρός. Αλλά εκείνο που τονίζουν οι Πατέρες είναι ότι η ανθρωπίνη σκέψις ανταποκρίνεται μόνο στην ανθρώπινη εμπειρία. Οπότε κάθε σκέψις, κάθε νοησιαρχική σύλληψις του ανθρώπου ανταποκρίνεται στις ανθρώπινες καθημερινές εμπειρίες και μόνον. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να διασπάση τους περιορισμούς της κτιστής του φύσεως, ώστε να μπορέση να συλλάβη το άκτιστο. Αυτό κατά τους  Πατέρες της Εκκλησίας είναι απολύτως αδύνατο. Ο άνθρωπος μπορεί να σκέπτεται για το άκτιστο ότι υπάρχει. Ότι υπάρχει κάτι το οποίο δεν έχει κτισθή, το οποίο υπάρχει πάντοτε και το οποίο δεν μοιάζει μα τα κτίσματα. Αλλά όλα αυτά τα κατηγορήματα, δεν είναι θετικά. Είναι πλήρως αρνητικά. Αυτές δεν είναι θέσεις, αλλά αρνήσεις. Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι άκτιστος, δεν λέμε τι είναι ο Θεός, αλλά απλώς λέμε τι δεν είναι ο Θεός. Η λέξις άκτιστος σημαίνει απλώς ότι ο Θεός δεν είναι κτίσμα. Αυτό όμως λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι τι είναι ο Θεός. Είπαμε λοιπόν τι δεν είναι ο Θεός.

Ας πούμε τώρα τι είναι ο Θεός. Δεν υπάρχει όμως κανένα όνομα που να προσδιορίζη το τι είναι ο Θεός, διότι ο άνθρωπος από την φύσι του δεν μπορεί ποτέ να συλλάβη τον Θεό. Η βασική αιτία αυτού του γεγονότος είναι ότι ο άνθρωπος είναι κτίσμα. Έχει δημιουργηθή για να γνωρίση τον Θεόν, αλλά ο άνθρωπος από μόνος του δεν έχει την δυνατότητα να γνωρίση τον Θεόν. Όταν ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, τότε μόνο ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεόν. Και αυτό γίνεται δια του Φωτός, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό οι Πατέρες πάρα πολλές φορές ασχολούνται με την φράσι: «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Δηλαδή μέσα στο Φως του Θεού θα δούμε το Φως του Θεού. Μόνον, όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο Φως, βλέπει το Φως. Ακριβώς, όπως γίνεται και στον φυσικό χώρο. Όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, δεν βλέπει απολύτως τίποτε. Εάν όμως βρεθή μέσα στο φως, τότε βλέπει το φως.

Αυτή λοιπόν η γνωσιολογική αρχή είναι μία δεσπόζουσα αρχή στους Πατέρες της Εκκλησίας. Το φαινομενικά παράξενο όμως είναι ότι οι Πατέρες παίρνουν αυτό το Φως του Θεού και το ταυτίζουν με το Σκότος (Γνόφος) και χρησιμοποιούν εναλλακτικά το Φως και το Σκότος. Οπότε το «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» και το «εν τω σκότει σου οψόμεθα σκότος» σημαίνει για τους Πατέρες το ίδιο πράγμα. Διότι ο Θεός ούτε Φως είναι ούτε Σκότος είναι· και τούτο, επειδή ο Θεός δεν είναι κτίσμα για να μοιάζη με κάτι κτιστό, όπως είναι το φως ή το σκότος.

πρωτ. Ιωάννης Ρωμανίδης



 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ
 (1927-2001)


        Ένας από τους μεγαλύτερους ορθοδόξους θεολόγους του 20ού αιώνα και ανακαινιστής της θεολογίας μας, με την επιστροφή της στην γνησιότητα της αγιοπατερικής παραδόσεως, ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, προπέμφθηκε από όλους μας, φίλους, συνεργάτες και μαθητές του, στην αιώνια και αληθινή Πατρίδα μας. Εκ μέρους του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Προέδρου του κ. Δημητρίου Γόνη, είχα την τιμή να καταθέσω λίγα λόγια, αγάπης, σεβασμού και τιμής εις τον Μεγάλον Συνάδελφο, που όδευε "εις τα άνω βασίλεια".

Ο ίδιος ο εκλιπών έχει σημειώσει σε μία από τις σπάνιες αυτοπαρουσιάσεις του τα εξής:

"Οι γονείς μου ήσαν από την Ρωμαϊκήν Καστρόπολιν της Αραβησσού της Καππαδοκίας, που εγεννήθη ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Μαυρίκιος (582-602), ο οποίος διώρισεν ως Πάπαν της Ρώμης τον Άγιον Γρηγόριον τον Μέγαν (590-604) και ο οποίος με την σειράν τού διώρισεν ως πρώτον αρχιεπίσκοπον τού Καντέρπουρι τον Αυγουστίνον (597-604). Γεννήθηκα εις τον Πειραιά, τας 2.3.1927. Έφυγα από την Ελλάδα και μετανάστευσα εις την Αμερικήν, εις τας 15 Μαΐου 1927 (εις ηλικίαν 72 ημερών), με τους γονείς μου και εμεγάλωσα εις την πόλιν της Νέας Υόρκης εις το Manhattan, εις την 46ην οδόν μεταξύ της 2ας και της 3ης Λεωφόρου. Είμαι απόφοιτος τού Ελληνικού Κολλεγίου Brookline, Μασαχουσέτης, της Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Yale, Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Φιλοσοφικής Σχολής τού Πανεπιστημίου τού Harvard (School of art and sciences), Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Επισκέπτης Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής τού Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού τού Πανεπιστημίου Balamand τού Λιβάνου από το 1970".

     Θα προσθέσουμε σ' αυτά ότι σπούδασε ακόμη στο Ρωσικό Σεμινάριο τού Αγίου Βλαδίμηρου της Ν. Υόρκης, στο επίσης Ρωσικό Ινστιτούτο τού Αγίου Σεργίου στο Παρίσι και στο Μόναχο της Γερμανίας. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1951 και έκτοτε διηκόνησε ως εφημέριος εις διάφορες ενορίες των Η.Π.Α. Μεταξύ των ετών 1958 και 1965 υπηρέτησε ως καθηγητής στην Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού, παραιτήθηκε όμως το 1965, διαμαρτυρόμενος διά την απομάκρυνση τού π. Γ. Φλωρόφσκυ από την Σχολή. Η εκλογή του για την Έδρα της Δογματικής στη Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έγινε στις 12 Ιουνίου 1968, αλλά δεν διωρίζετο, διότι εκατηγορείτο ώς "κομμουνιστής"! Τελικά ο διορισμός τού έγινε το 1970. Το 1984, διά προσωπικούς λόγους παρητήθη με πλήρη σύνταξη, αλλά δεν εθεωρήθη καλό να τού απονεμηθεί ο τίτλος τού Ομοτίμου, κάτι που έρχεται να αποκαλύψει και τις δυσλειτουργίες της θεολογικής συντροφιάς μας.


ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

    Έχει συγγράψει πλήθος μελετών, πολλές από τις οποίες είναι ακόμη ανέκδοτες και πρέπει να συνεκδοθούν εις σειράν τόμων. Τα κατάλοιπά του είναι ανάγκη να ασφαλισθούν, διότι έχουν πολλά να προσφέρουν και αποκαλύψουν. Η διδακτορική του διατριβή περί τού Προπατορικού αμαρτήματος κυριολεκτικά επαναστατική, άνοιξε νέους δρόμους στη θεολογία μας, ακολούθησαν δε τα βιβλία του, για την Ρωμαιοσύνη, που είχαν την ίδια σημασία, για τον χώρο της Ιστορίας. Και των δύο αυτών χώρων, την έρευνα και κατανόηση, ανανέωσε ο π. Ιωάννης. Το έργο και η προσφορά του στην επιστήμη έχουν διερευνηθεί συστηματικά στη διδακτορική διατριβή τού Andrew Sopko, Prophet of Roman Orthodoxy - The Theology of Jihn Romanides, Canada 1998.

     Εξ ίσου όμως μεγάλη υπήρξε η συμβολή και η προσφορά του στην Εκκλησία μας με την συμμετοχή του στους Θεολογικούς Διάλογους με Ετεροδόξους, ιδιαίτερα με τον Αγγλικανισμό, αλλά και Αλλοδόξους (Ιουδαϊσμό και Ισλάμ). Το γεγονός δε, ότι μητρική του γλώσσα ήταν η αμερικανική (αγγλική), τού εξασφάλιζε την άνεση, που χρειαζόταν, για να αναπτύσσει με κάθε ακρίβεια τις θέσεις της Εκκλησίας μας. Στο Διάλογο με την Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία (1978 κ.ε.) είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω βαθύτερα, να συνδεθώ μαζί του με ισχυρά φιλία και το κυριώτερο δι' εμέ, να γίνω πραγματικά μαθητής του, πέρα από την πολυετή και συνεχή μελέτη των έργων του. Στους διάλογους αυτούς εφαίνετο η ευρεία γνώση του στην πατερική παράδοση, άλλα και των παραχαράξεών της, στην Ανατολή και τη Δύση, κατ' εξοχήν δε η γνώση της Θεολογίας τού Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, ακρογωνιαίου λίθου της ορθοδόξου παραδόσεως. Ο π. Ιωάννης υπεστήριζε την σχέση θεολογίας και αγιοπνευματικής εμπειρίας και τους σταθμούς της πνευματικής πορείας των Αγίων: κάθαρσις - φωτισμός - θέωσις, ως προϋπόθεση των Οικουμενικών Συνόδων και της αυθεντικής αποδοχής των, κάτι που έχει χαθεί στη Δύση, αλλά και στη δυτικίζουσα δική μας θεολογική σκέψη. Η στροφή αυτή στην πατερικότητα, ως εκκλησιαστική γνησιότητα, συνέχισε και συνεπλήρωσε την ανάλογη κίνηση τού π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, την πορεία τού οποίου ακολούθησε στον Οικουμενικό Διάλογο, θεωρούμενος και αυτός συχνά ενοχλητικός και όχι εύκολος συνομιλητής. Κάποτε θα γραφούν αυτά όλα, για να φανεί η υπεροχικότητα τού εκλιπόντος, αλλά και η αληθινή συμβολή του στην διεθνή και οικουμενική παρουσία της Ορθοδοξίας, έστω και αν συχνά έμενε μόνος...

ΕΠΟΧΗ ΠΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΡΩΜΑΝΙΔΗ

    Θεωρώντας το θεολογικό του έργο, διδακτικό, συγγραφικό, και αγωνιστικό, αναγκαζόμεθα εκ των πραγμάτων να κάνουμε λόγο, για εποχή προ και μετά τον π. Ρωμανίδη. Διότι έφερε αληθινή τομή και ρήξη με το σχολαστικό παρελθόν μας, που λειτουργούσε ως βαβυλώνιος αιχμαλωσία στη θεολογία μας. Η διατριβή του σφράγισε αποφασιστικά αυτή την αναγεννητική πορεία, σε σημείο, που και αυτοί οι για διαφόρους λόγους επικριτές ή ιδεολογικά αντίπαλοί του να προδίδουν στα γραπτά τους την επιρροή τού π. Ιωάννου στη θεολογική τους σκέψη. Συγκεκριμένα, ο π. Ιωάννης:

α) Επανέφερε στον ακαδημαϊκό θεολογικό χώρο την προτεραιότητα της πατερικής εμπειρικής θεολογήσεως, παραμερίζοντας τον διανοητικό - στοχαστικό - μεταφυσικό τρόπο θεολογήσεως,

β) Συνέδεσε την ακαδημαϊκή θεολογία με την λατρεία και την φιλοκαλική παράδοση, καταδεικνύοντας την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πνευματικής ζωής και τον ποιμαντικό - θεραπευτικό χαρακτήρα της δογματικής θεολογίας,

γ) Διείδε και υιοθέτησε στη θεολογική μέθοδο τον στενό σύνδεσμο δόγματος και ιστορίας και γι' αυτό μπόρεσε να κατανοήσει όσο λίγοι την αλλοτρίωση και πτώση της θεολογίας στη Δυτική Ευρώπη, που επήλθε με την φραγκική κατάκτηση και επιβολή. Η καλή γνώση της ιστορίας, εξ άλλου, Φραγκοσύνης και Ρωμαιοσύνης (προοριζόταν για καθηγητής της Ιστορίας στο YALE) τον βοήθησε να διαπιστώσει και αναλύσει τη διαμετρική διαφορά Φράγκικου και Ρωμαίικου πολιτισμού, εισάγοντας ρωμαίικα κλειδιά στη διερεύνηση της ιστορίας και τού πολιτισμού μας.

δ) Βοήθησε, έτσι, την πληρέστερη έρευνα και τού Ελληνισμού, έξω από τις κατασκευασμένες δυτικές θέσεις, με την ορθή -ως απόλυτα τεκμηριωμένη- χρήση των ιστορικών μας ονομάτων, της σημασίας και δυναμικής τους στην ιστορική μας πορεία.

ΟΙ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΙ

    Είναι γεγονός, ότι οι ετερόδοξοι ανεγνώρισαν περισσότερο από μας την προσωπικότητα τού π. Ιωάννου και τη σημασία του για την Ορθοδοξία. Εθεωρείτο ο καλύτερος ορθόδοξος ερευνητής τού ι. Αυγουστίνου, που βοηθούσε και τη δυτική θεολογία στην κατανόηση του, χαρακτηρίσθηκε δε "ο μεγαλύτερος σίγουρα των εν ζωή Ορθοδόξων θεολόγων, τού οποίου τα συγγράμματα αποτελούν κριτική μελέτη τού έργου τού Αυγουστίνου υπό το φώς της πατερικής Θεολογίας". Πρέπει δε να λεχθεί, ότι στον π. Ιωάννη οφείλεται η σπουδαία επισήμανση, ότι η διδασκαλία τού Βαρλαάμ τού Καλαβρού, για τις θεοπτικές εμπειρίες, των προφητών ως "φαινομένων φυσικών, γινομένων και απογινομένων" ανάγεται στο περί Τριάδος έργο τού ι. Αυγουστίνου.
    Σεβαστέ και αγαπημένε π. Ιωάννη, οι φίλοι, συνεργάτες και συνόμιλοί σου, σου εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας, για όσα με την χάρη τού Θεού μας έδωσες. Οι χιλιάδες των άμεσων ή έμμεσων μαθητών σου επίσης. Κρατούμε την θεολογική παρακαταθήκη σου ως βακτηρία στο σκοτάδι, που εξαπλώνει παντού ο υπολογισμός, η άγνοια, η αδιαφορία και το συμφέρον. Μας συνέδεσες με την πατερικότητα στο χώρο της ακαδημαϊκής θεολογίας, παραπέμποντας συνεχώς στη λατρεία και την άσκηση, που καλλιεργείται η αληθινή θεολογία. Σε ευχαριστούμε! Αιωνία σου η μνήμη και καλή αντάμωση στο ουράνιο θυσιαστήριο, Συνάδελφε και Συλλειτουργέ, πεφιλημένε.
 
Πρωτ. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Καθηγητή Πανεπ. Αθηνών


Read more: http://www.egolpion.com/rwmanidis.el.aspx#ixzz3G3Q1biKq