Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος – Από την ασκητική εμπειρία του Αγίου ΙΣΑΑΚ της Σύρου

agapi 

Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος – Από την ασκητική εμπειρία του Αγίου ΙΣΑΑΚ της Σύρου


Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ΄αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ΄αυτόν τον παράδεισο ο μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά που μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε που τά΄βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους πού τον αγαπούν» (1 Κορ. 2,9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκε ο Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ο Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ιδρώτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλαδή τον Παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ΄αγκάθια, το ψωμί του ιδρώτα, και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί που επέτρεψε ο Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωσή του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, η εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ΄αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ο σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ΄αυτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας.
Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ο ουράνιος άρτος είναι ο Χριστός, που ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αυτή η ζωή είναι η τροφή των αγγέλων.
Όποιος βρήκε την αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό και από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6,58). Διότι «ο τρώγων –λέει- από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ («είς τον αιώνα») δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι, βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω. 4, 8). Λοιπόν όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ΄αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Τὸ φῶς τῆς ἐσταυρωμένης Ἀγάπης




Μεγάλη Παρασκευή. Πένθος βα­θὺ καὶ ἱερὸ στὶς ἐκκλησίες. Καθὼς ἀ­­­τενίζουμε σιωπηλοὶ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, τὸν Βασιλέα τῆς ­δόξης, ὑψωμένο στὸν Τίμιο Σταυρό Του μὲ ἁ­­­­πλωμένα τὰ ἄχραντα χέρια Του, ­ἔρχεται στὸ νοῦ μας μιὰ λέξη μοναδική: «ΑΓΑΠΗ».
   Ναί! Εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος ἡ ­μεγάλη μας Ἀγάπη. Ποὺ μᾶς τὴν ἀπέδειξε καὶ τὴν ὑπέγραψε «βαφαῖς ἐρυθραῖς», μὲ τὸ πορ­φυρένιο πάντιμο Αἷμα Του πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Του. Καὶ τὴν ἀκτινοβόλησε μὲ μοναδικὴ λάμψη.
   Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ποὺ ἔκαμε τὸν Κύριο νὰ ὑπακούει ἀπόλυτα στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα Του. Νὰ ἀφήνει τὰ οὐράνια σκηνώματα καὶ νὰ ἔρχεται νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας, νὰ περπατήσει στὴ μολυσμένη γῆ μας, νὰ ἀναστραφεῖ μὲ μᾶς τοὺς ἀποστατημένους καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μὲ τὴ γλυκύφθογγο καὶ φωτιστικὴ διδασκαλία Του, μὲ τὰ ἀναρίθμητα θαύματά Του καὶ προπαντὸς μὲ τὸ πανάγιο παράδειγμα τῆς ἀναμαρτήτου ἀναστροφῆς Του νὰ μᾶς ἀνοίγει δρόμους ἐλευθερίας καὶ σωτηρίας παρέχοντας τὸν ἑαυτό Του πρότυπο γιὰ μᾶς. 

   Καὶ τώρα, στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του, ὁ Κύριος καλεῖται, ἐπειδὴ σφόδρα μᾶς ἀγαπᾶ, νὰ ὑπακούσει στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα Του καὶ νὰ πιεῖ τὸ κατάπικρο ποτήριο τοῦ θανάτου καὶ μάλιστα τοῦ θανάτου τοῦ Σταυροῦ. Δηλαδὴ καταδέχεται νὰ πεθάνει μὲ θάνατο μαρτυρικὸ καὶ ὀδυνηρό, θάνατο ποὺ προοριζόταν γιὰ τοὺς μεγαλύτερους ἐγκληματίες, καὶ νὰ καρφωθεῖ πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ὁ Κύριος, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, δέχεται ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ χαρὰ νὰ πεθάνει «ὑπὲρ ἡμῶν» καὶ «ἀντὶ ἡμῶν». Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 22), καταδέχθηκε νὰ λογισθεῖ καὶ νὰ τιμωρηθεῖ ὡς ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ σηκώ­σει ἐπάνω Του τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ γιὰ τὴν ἐνοχὴ αὐτὴ δοκιμάζει ὡς ἄνθρωπος – γιὰ χάρη μας – τὶς δραματικὲς ἐκεῖνες ὧρες τῆς Σταυρώ­σεώς Του τὴν ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸν οὐ­ράνιο Πατέρα του, γεγονὸς ποὺ ­ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση τῆς ὀδύνης Του. Πα­ρὰ ταῦτα ὁ ἐσταυρωμένος Κύριος ἀδιαμαρτύρητα παραδίδει τὸ πνεῦμα Του στὸν Θεὸ Πατέρα μὲ τὴ γεμάτη ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη πρὸς Αὐτὸν φράση: «Πάτερ, εἰς χεῖ­ράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. κγ΄ [23] 46). Ἀπὸ ἀγάπη λοιπὸν ὁ Κύριος πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς θυσιάζεται στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ μᾶς σώσει.
   Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ ἐσταυρωμένου Κυ­ρίου φανερώνεται στὸ Γολγοθᾶ καὶ μὲ ἄλ­λες πτυχές. Ἐνῶ «πάσχει καὶ ὀδυνᾶται», ξεχνᾶ τοὺς πόνους Του καὶ εὐεργετεῖ τοὺς γύρω Του παρευρισκομένους μὲ σωτήρια εὐεργετήματα.
   Πόση ἀγάπη δὲν δείχνει πρὸς τὸν «ἐκ δεξιῶν» Του συσταυρωμένο ληστή, ποὺ συντετριμμένος Τὸν ἱκετεύει: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ΄ [23] 42). Ὁ Κύριος δέχεται τὴ μετάνοιά του καὶ μὲ στοργὴ μοναδικὴ τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ διαβόλου καὶ τὸν διαβεβαιώνει: «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. κγ΄ [23] 43). Ἀλήθεια σ’ τὸ λέω! Πίστεψέ το, σήμερα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πεθάνουμε, θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν Παράδεισο. 
   Πόση ἀκόμη ἀγάπη δὲν δείχνει ὁ Ἐ­­­σταυ­ρωμένος πρὸς τοὺς θεομάχους σταυ­ρωτές Του μὲ τὴ ­συγχωρητικότητά Του; Σὲ ὥρα ποὺ ὁ πυρετὸς τὸν ­κατακαίει καὶ φρικτὰ ὑποφέρει, καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ἀκούγονται βλασφημίες καὶ ὕ­­βρεις, ὁ Κύριος Ἰησοῦς λησμονεῖ καὶ πάλι τὸν ἑαυτό Του. Ὑψώνει τὸ βλέμμα Του πρὸς τὸν Οὐρανὸ καὶ ἀφήνει φωνὴ ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν γιὰ τοὺς ἐχθρούς Του. Προσεύχεται θερμὰ γι’ αὐτοὺς καὶ παρακαλεῖ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του λέγοντας: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποι­οῦσι» (Λουκ. κγ΄ [23] 34). Πατέρα μου οὐράνιε, ἄφησε, διάγραψε ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἄσπλαχνους θεοκτόνους ἐχθρούς μου τὸ φοβερό τους ἔγκλημα. Μὴν τοὺς τὸ ὑπολογίσεις! Συγχώρησέ τους. Τί ἔκ­ρηξη ἀφάτου φιλανθρωπίας καὶ ἀνεξικακίας δὲν κρύβει ἡ προσευχὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου! Μιὰ προσευχὴ εὐεργετική, ποὺ ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἐχθρούς Του ὅλων τῶν αἰώνων.
   Καὶ τέλος, πόση δὲν εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου καὶ πρὸς τὴν Παν­αγία Μητέρα Του! Ἐκεῖνος ποὺ νομο­θέτησε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν τιμὴ πρὸς τοὺς γονεῖς θέλει νὰ ἀσφαλίσει σὲ χέρια ἱερὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.­ Στρέφεται πρὸς τὴν θρηνωδοῦσα ­πανάχραντο ­Μητέρα Του, ποὺ ἔστεκε ὄρθια στὴ βάση τοῦ Σταυροῦ Του, καὶ τῆς λέει: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» (Ἰω. ιθ΄ [19] 26). Καὶ στρέφεται στὸν Ἰωάννη, ποὺ παρέστεκε δίπλα της, καὶ τοῦ λέει: «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. ιθ΄ [19] 27). Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν θὰ εἶναι πλέον μόνη της ἡ πανάχραντη Κόρη τῆς Ναζαρέτ. Ὁ ἁγνότατος μαθητὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος θὰ τὴ φροντίζει μὲ ἀπέραν­το σεβασμὸ καὶ θὰ μαθητεύει κοντά της, στὴν ἀποθησαυρισμένη ἱερὴ ἐμπειρία της ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.
   Μεγάλη Παρασκευή. Ὅσοι θέλουμε νὰ ἀγα­πᾶμε εἰλικρινὰ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο ἂς Τὸν προσκυνήσουμε ἐφέτος μὲ συναισθήματα βαθύτερης εὐγνωμοσύνης ἀπὸ ἄλλοτε, γιὰ τὴ λύτρωση ποὺ μᾶς χάρισε ἡ μέχρι Σταυροῦ καὶ θανάτου ἀγάπη Του. Καὶ ἂς ἀνταποκριθοῦμε στὴ θεία Του ἀγάπη ἀκολουθώντας μὲ συνέπεια τὰ δικά Του ἴχνη (Α΄ Πέτρ. β΄ 21), ἀκτινοβολώντας γύρω μας τὸ φῶς τῆς δικῆς Του ἀγάπης. Μιὰ τέτοια στάση ζωῆς θὰ εὐφραίνει τὸν Ἐσταυρωμένο.

Ορθόδοξο περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ & ΔΙΚΑΙΩΣΗ

 



 ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ
ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΕΚΝΑ
2. Θεογνωσία και δικαίωση
1.Η προσευχή φέρνει την θεογνωσία.
Την θεογνωσία δεν την βρίσκαμε στα βιβλία με το διάβασμα, αλλά με την προσευχή με τα δάκρυα με τους στεναγμούς με τις πολύ σύντομες και πολύ μικρές προσευχές.
Ο επίσκοπος Θεοφάνης ήταν ένας υπέροχος παιδαγωγός. Αυτός λοιπόν υποστηρίζει την έξης ορθή παιδαγωγική αρχή: πρέπει να μάθομε τους ανθρώπους να προσεύχονται όχι μόνο με τον νου τους, αλλά και με όλες τους τις φλέβες. Ναι, πρέπει να μάθομε να προσευχώμεθα με όλες μας τις φλέβες και με όλα μας τα κόκαλα! Ο άνθρωπος πηγαίνει στον Θεό κάνοντας μια «έξοδο» από τον εαυτό του. Μια ηρωική έξοδο.
Πάντως οι μακρές προσευχές δεν είναι ορθόδοξες. Οι ετερόδοξες ομολογίες προσεύχονται με προσευχές μακροσκελείς και διανοητικές χωρίς την συμμετοχή της καρδιάς.Επί τρία χρόνια ήμουν υποχρεωμένος να πηγαίνω σε λατρευτικές εκδηλώσεις προτεσταντικές και λουθηρανικές, πού εγίνοντο σε γαλλική και γερμανική γλώσσα. Προσεύχονται λέγοντας κάθε φορά ότι τους έρθει! Βιβλία δεν παρακολουθούν! Ό,τι του καπνίζει του καθενός, το κάνει προσευχή! Κάτι μακρόσυρτα πράγματα, πού ανεβαίνουν σε κάτι τέτοια ύψη, πού μετά διερωτάσαι: και τώρα, πώς θα ξανακατεβεί; Ανάλογα είναι και τα κηρύγματα τους. Να διδάξεις κάποιον από αυτούς τους λουθηρανούς, προτεστάντες, και γενικά τους ετερόδοξους, να προσεύχονται ορθόδοξα; Αδύνατο!
Μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχονται οι άνθρωποι με σύντομες προσευχές: με την προσευχή του Ιησού ολόκληρη, ή μόνο με δυο λέξεις της! Αυτό είναι να κάμεις τις φλέβες και τα κόκαλά σου να προσεύχονται!
2. Ο επίσκοπος Θεοφάνης γράφει: «Προστάτευσε τον εαυτό σου με το ρολόι σου». Όπως σου όρισε ο πνευματικός σου. Σου όρισε να κάνης την πρωινή σου προσευχή επί 20 λεπτά; Είκοσι λεπτά πρέπει να στέκεσαι μπροστά στις εικόνες. Όχι για να κοιτάζεις τις εικόνες. Αλλά για να λέγεις επί 20 λεπτά την ίδια προσευχή. Αυτό είναι προσευχή. Αργά. Πολύ αργά. Ένα-ένα γράμμα. Για να ποτίζεται το μυαλό, ο νους
Να γιατί συμβουλεύει, κάθε άνθρωπος να έχει ένα κανόνα και να τον τηρεί! Βασιλεύ Ουράνιε, τέσσαρες φορές. Γιατί, όπως το ξέρετε, ο Θεός θέλει την καρδιά μας! Όχι προσευχές! Την καρδιά μας! Πρέπει λοιπόν να την μεταποιήσομε. Να την μετασχηματίσουμε. Να την μαλακώσομε. Να την κάνομε καρδιά πύρινη, ζεστή! Έτσι δεν είναι; Για να γίνει φλόγα. Κάρβουνο αναμμένο! Ό όσιος Σεραφείμ ήταν πραγματικά ένα κάρβουνο αναμμένο! Αυτό βέβαια τώρα δεν μπορείτε ούτε να το φανταστείτε. Στεκόταν με γυμνά τα πόδια στο χιόνι. Και γύρω του το χιόνι έλιωνε! Επειδή προσευχόταν. Γιατί ήταν μια φωτιά, πού κυριολεκτικά τα έκαιγε όλα! Αυτό είναι προσευχή. Προσευχή δεν σημαίνει άνοιξε κουβεντολόι με τον Θεό. Η προσευχή είναι φλόγα. Μια φλόγα πού καταβροχθίζει τα πάντα. Αυτή η φλόγα καθαρίζει. Ανακαινίζει. Ζωοποιεί. Από άρρωστο σε κάνει υγιή. Χωρίς φάρμακα. Μάθε να προσεύχεσαι. Και θα γίνεις καλά. Ή προσευχή, τον πιο καχεκτικό, άρρωστο, άβουλο άνθρωπο, τον κάνει γερό, δυνατό, υγιή, ανθεκτικό, ενεργητικό. Μόνο ή προσευχή. Μόνο αυτή. Η προσευχή πού βγαίνει από καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένην. Εδώ έγκειται το μυστικό της προσευχής.
Όποιος δεν προσεύχεται, με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο, είναι σαν να προσπαθεί να στηρίξει φασολιές σε πέτρινο τοίχο!
3. Άνομα προσευχόμαστε!
Ναι, άνομα προσευχόμαστε, όταν προσευχόμαστε σε κατάσταση ταραχής. Το αισθανόμαστε, ότι είναι τολμηρό αυτό πού ζητάμε- και όμως το ζητάμε! Έχομε χρέος να λέμε: «Γενηθήτω το θέλημα Σου»! Σε όλα Σε όλα. Σε όλα «γενηθήτω το θέλημα Σου»! Μα τα λόγια αυτά δεν μας αρέσουν!
Γιατί; Γιατί δεν έχομε ταπείνωση. Γιατί δεν έχομε υπακοή. Όταν λοιπόν προσευχόμαστε σ’ αυτή την κατάσταση, η κατάστασή μας δεν είναι δυνατό να μας αφήσει να αισθανθούμε στην προσευχή, ούτε χαρά, ούτε ησυχία. Αυτό είναι το βαρόμετρο της προσευχής. Βαρόμετρο της εισάκουσης των αιτημάτων μας είναι η ειρηνικότης, η ησυχία, η ήρεμη χαρά. Και όταν τέτοια ήσυχη χαρά δεν υπάρχει στην ψυχή μας, η προσευχή μας είναι άνομη. Γιατί και η θλίψη, ακόμη και η θλίψη, μπορεί να είναι νόμιμη, καλή προϋπόθεση προσευχής, όταν βέβαια δεν έχει την σκιά της ειδωλολατρικής έλλειψης ελπίδας.
Είμεθα βέβαια άνθρωποι. Μερικές φορές η λύπη μας δεν θεραπεύεται. Ούτε και όταν την προσφέρομαι στον Θεό με την προσευχή. Πάντως το καλλίτερο είναι να προσπαθούμε, να γκρεμίσομε αυτόν τον τοίχο, και να διαλύσομε αυτό το σύννεφο, της θλίψης, με την προσευχή του Ιησού και με τις εξίσου καρδιακές ευχές στην Παναγία: «Πολυεύσπλαχνε Δέσποινα, Παναγία, Πανάμωμε Παρθένε, Θεοτόκε Μαρία, Μητέρα σου Κυρίου, μη βδελύξη με, μη απόρριψης με, μη εγκαταλείπεις με. Γενού αντιλήπτωρ μου. Πρέσβευε. Εισάκουσόν μου, Βοήθει μοι. Βοήθει μοι. Συγχώρησόν μοι. Συγχώρησόν μοι». Κουραστική είναι η προσευχή αυτή. Μα την νικάει την λύπη.
Να την επαναλαμβάνεις, όσο πιο πολλές φορές μπορείς:
Γενηθήτω το θέλημα σου. Σε όλα. Σε όλα. Σε όλα.
Ναι, όπως και νάχουν τα πράγματα:
Γενηθήτω το θέλημα Σου. Σε όλα. Σε όλα. Σε όλα.
4. Ερώτηση: Πως μπορούμε να συμβιβάσομε την προσευχή του Ιησού με τις ιερές ακολουθίες;
Απάντηση: Είναι πολύ σοβαρό το θέμα αυτό. Και πρώτον. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να καταντήσομε να λέμε την ευχή μηχανικά. Λέγοντας την πρέπει να κλαίμε. Και να μην ανησυχής, αν τότε δεν ακούς τα άσματα και τα λόγια των Ιερών ακολουθιών. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να γίνει το εξής: Να γίνεται ταυτόχρονα δυο ειδών έργο: Τα αυτιά να ακούουν τα άσματα και τα διαβάσματα (συμμετοχή του εγκεφάλου), ενώ ή καρδιά θα κλαίει και θα στενάζει με την ευχή. Πρέπει να ανακατευτούν. Να γίνουν τα δύο ένα!
  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ Ο ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ. ΕΚΔΟΣΗ Γ. ΠΡΕΒΕΖΑ 1995

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

H θέαση του Μυστηρίου ως πράξη αποκαλυπτική στο Γρηγόριο Νύσσης

 
Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Επτάκυκλος 2,
(Φεβρουάριος 1996), σελ. 15-20
(Συνέδριο καθ Στυλιανού Παπαδόπουλου "Πατερικές Σπουδές: Γρηγόριος Νύσσης" Αθήνα, Σεπτέμβριος '94).
 
Eίναι γνωστό και κοινά σχεδόν παραδεκτό πως η χριστιανική φιλοσοφία κληρονόμησε από την αρχαία ελληνική, το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού. Το φως, άλλωστε, του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού χαμήλωσε, αλλά δεν έσβησε ποτέ. Οι προσωκρατικοί, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι σχολές τους και ιδιαιτέρως ο Νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου επηρέασαν βαθύτατα τη μεσαιωνική, βυζαντινή και δυτικοευρωπαϊκή, δηλαδή την πατερική και σχολαστική φιλοσοφία. Οι αρχαίοι Έλληνες διανοητές έθεσαν και συζήτησαν όλα τα μεγάλα οντολογικά, γνωσιολογικά και αξιολογικά προβλήματα· υπήρξαν οι πρωτοπόροι και αθλοφόροι του Λόγου. Στις πνευματικές φλέβες όλων των μεταγενέστερων -είναι αναντίλεκτο- τρέχει το δικό τους φιλοσοφικό αίμα, αφού μάλιστα κάθε πνευματικό γεγονός αποτελεί κρίκο μιας αλληλένδετης σειράς, μιας συνοδόντωσης και δεν υπάρχει τομή η αίμα σ' αυτή την αδιάκοπη εσωτερική σχέση(1).
Έτσι ο χριστιανισμός αναφορικά με το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού, θέτει ως αρχή εκείνη την ιδέα, που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει ο παγανιστικός στοχασμός: την άρση του "επέκεινα" του Θεού, την ουσιαστική ενότητα θείου και ανθρωπίνου. Η θεμελιώδης αυτή ιδέα είναι ότι ο Θεός, άνθρωπος εγένετο Από εδώ πηγάζει ο Ενισμός, γνώρισμα όχι μόνον της πατερικής και σχολαστικής, αλλά και όλης της νεότερης και σύγχρονης φιλοσοφίας.
Η πατερική φιλοσοφία, τώρα, είτε ως πρώιμη πατερική, δηλαδή ως ιερατικός γνωστικισμός, απολογητισμός και ορθόδοξη κατεύθυνση που έβλεπε ως αποστολή την υπεράσπιση της Αποκάλυψης από εξωτερικές και εσωτερικές επιθέσεις και διαμφισβητήσεις· είτε ως ύψιστη πατερική ή φιλοσοφία της Ακμής, ο οποία ύστερα από την καθιέρωση ανεξιθρησκίας -το 313- και την ιερά σύνοδο της Νίκαιας -το 325- ανέπτυξε ελεύθερα τη χριστιανική της αντίληψη· είτε ως όψιμη πατερική που συνέλεγε τη φιλοσοφική κληρονομιά και την παρέδιδε στους επόμενους διανοητές, αγωνίσθηκε να ερμηνεύσει έλλογα το χριστιανισμό και να δώσει αντικειμενικό περιεχόμενο στην πίστη. Δεν πρόκειται για αποκάλυψη νέων αληθειών αλλά για λογική τεκμηρίωση, περαιτέρω διάδοση και αφομοίωση του γνωστού πνευματικού αγαθού των Ελλήνων. Απολογητές και Αντιγνωστικοί, οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αντιοχείας -μεταξύ των οποίων και ο διαπρύσιος κήρυκας των χριστιανικών αληθειών Ιωάννης ο Χρυσόστομος- και οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αλεξανδρείας -μεταξύ των οποίων οι Καισαρείας Ευσέβιος και Μέγας Αθανάσιος-ήταν βαθείς μελετητές και γνώστες εγκρατείς όλης της προηγούμενης φιλοσοφικής και γενικότερα πνευματικής παράδοσης.
Το κύρος της Σχολής της Αλεξανδρείας, όμως, κορυφώνουν οι τρεις μεγάλοι φωστήρες της Καππαδοκίας: ο Μ. Βασίλειος, ο περί ου το παρόν Συνέδριο και ο λόγος, ο αδελφός του Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος (2), οι συνδεόμενοι με κοινή φιλία προς τον Ωριγένη και τη μέθοδο της αλληγορικής ερμηνείας των κειμένων.
Ο Γρηγόριος Νύσσης υπερακόντισε τους δύο άλλους Καππαδόκες σε θεωρητική δύναμη, η οποία δείχνεται και στη διαπραγμάτευση του προβλήματος των σχέσεων Γνώσης-Πίστης, ενός προβλήματος που κυριαρχεί σε όλη τη χριστιανική φιλοσοφία, στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης και στη φιλοσοφική ανθρωπολογία, που αποτελεί τη μεγάλη δόξα και το μέγα κατόρθωμα του Γρηγορίου.
Σχετικά με το πρόβλημα της γνώσης-πίστης, ενώ οι προηγούμενοι ταύτιζαν ή χώριζαν τη γνώση από την πίστη, ο Γρηγόριος επισημαίνει δυο διαφορές μεταξύ των απόψεων: Η πίστη προέρχεται από το Θεό, η γνώση από το λογικό· εκείνη απαντά σε θρησκευτικά ερωτήματα, η δεύτερη σε προβλήματα αφορώντα στον κόσμο. Αν, ωστόσο, η πίστη πηγάζει από την Αποκάλυψη και η γνώση από το λόγο, τη λογική και αν Αποκάλυψη και Λόγος κατάγονται από το Θεό, εξυπακούεται ότι δεν υφίσταται καμμία αντίθεση ανάμεσα στην πίστη και τη γνώση, αν και διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο της γνώσης είναι μια πρόταση που κατανοούμε, της πίστης όμως μια πρόταση, την οποία δεν κατανοούμε. Γι' αυτό η ίδια πρόταση δεν είναι δυνατόν να εννοηθεί, δηλαδή να γνωσθεί και συγχρόνως να γίνει πιστευτή (3).
Τη σημασία της φιλοσοφίας εντός της θεολογίας ο Γρηγόριος βλέπει συνοπτικά ως εξής: Πρώτον, η φιλοσοφία με το λογικό αποδεικτικό της χαρακτήρα, αποτελεί προϋπόθεση της θεολογίας· δεύτερον, της δίνει τη μέθοδο· τρίτον, εξάγει τα πορίσματα· και τέταρτον, ερμηνεύει την Αποκάλυψη με εικόνες. Τούτο καθίσταται δυνατόν, επειδή η γνώση ως βασική λειτουργία του πνεύματος είναι ( i ) είτε εποπτική που πηγάζει από τη νόηση ( intellectus ) είτε ( ii ) έλλογη που εκπηδά από το λόγο ( ratio ).
Στην ψυχή του Γρηγορίου ενοικεί μια ευσεβής πείνα για λογικές αποδείξεις. Αλλά χαρακτηριστικό είναι και για τη φιλοσοφική του Ανθρωπολογία και για τη Φιλοσοφία της Αποκάλυψης το ότι δέχεται στον περίφημο "Κατηχητικό Λόγο" του πως ο "ο λόγος είναι απαγής ": ο άνθρωπος, επειδή αποτελείται από σάρκα και ψυχή ανήκει τόσο στο βασίλειο του πνεύματος όσο και στο βασίλειο του σώματος και τα συνδέει
και τα δυο σε κόσμο. Όλη η εξέλιξη του ανθρώπου κατευθύνεται από την ψυχή, διανεμημένη απ' αρχής σε όλο το σώμα. Η ενέργεια, όμως, της ψυχής εκδιπλώνεται με την ανάπτυξη του ανθρώπου: " Ἐπειδή γάρ φθαρτή καί ἀσθενής ἡμῶν ἡ φύσις, διά τοῦτο ὠκύμορος ἡ ζωή, ἀνυπόσπαστος ἡ δύναμις, ἀπαγής ὁ λόγος..." (4), όπως λέγει στον "Κατηχητικό" του, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον κατά κόσμο και " ἐν τῷ κόσμῳ ζῶντα ἄνθρωπο καί στόν ἰδεώδη ". Ο εδώ είναι ατελής και παροδικός· ο ιδεώδης άνθρωπος είναι αιώνιος, ενιαίος και αδιάκριτος, μη χωρισμένος δηλαδή σε άρρεν και θήλυ· ο εγκόσμιος, αντίθετα, είναι "μεμειγμένος καί κεχυμένος εἰς αἴσθησιν ", κατά την πλατωνική και πλωτινική έκφραση. Η επιστροφή στο Θεό καθίσταται δυνατή μόνον, αν ο άνθρωπος αρνηθεί την αίσθηση και βυθισθεί στους χώρους εκείνης της εσωτερικότητας, όπου μπορεί να " ἰδεῖ " και να " θεασθεῖ ' τον ασύλληπτο και αόρατο.
Στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης ο Γρηγόριος πιστεύει ότι η γνώση του Θεού ως του Απολύτου, του Απείρου, του Υπερβατικού φθάνει στα όρια εκείνα που δε δύναται να δρασκελίσει ο ανθρώπινος λόγος. Προς το Επέκεινα οδηγούν βέβαια δύο δρόμοι: ο φιλοσοφικός και ο θρησκευτικός. Η φιλοσοφική γνώση οδηγεί λογικά και διαλεκτικά στην αλήθεια των χριστιανικών δοξασιών. Η θρησκευτική πίστη ανοίγει τους ορίζοντες να θεασθεί, να ιδεί άμεσα ο άνθρωπος το ανεννόητο Μυστήριο του Όντος και με αυτό τον τρόπο θέτει σε δεινή δοκιμασία την αντοχή της φιλοσοφικής γνώσης.
Αυτή η θέα ή θέαση, αυτή η θεωρία (5), είναι κοίταγμα χωρίς να βλέπουμε, σκέψη χωρίς να στοχαζόμαστε, σύλληψη χωρίς να νοούμε, διότι η Αποκάλυψη και ο Θεός είναι επέκεινα της γνώσης· δε συλλαμβάνονται με το νου και δεν εκφράζονται με τους ανθρώπινους λόγους. Στον περιώνυμο ύμνο του, πτήση μεγαλειώδους πνοής και σπάνιας φιλοσοφικής δύναμης, ο Γρηγόριος επιχειρεί να βιώσει το ʼγνωστο καινά αναδεχθεί μέσα του το ασύλληπτο βάθος του Μυστηρίου. Έτσι ο Γρηγόριος οικοδομεί ένα χριστιανικό Μυστικισμό που επηρέασε όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία και θεολογία - απορητική ή διαλεκτική- και μη, έως το μέγιστο φιλόσοφο-ποιητή H ö derling στον κύκλο των "Τιτάνων" του (6): "Ο βαθύνους Θεός αποστέργει το παράκαιρο φανέρωμα"! Η θέαση αυτή πηγάζει από την πενία του νου και την ένδεια του λόγου, που λειτουργούν ως κοφτερή επίγνωση ότι το Ουσιώδες, απουσιάζει, δε συλλαμβάνεται:
«Ὦ πάντων ἐπέκεινα ! Τί γάρ θέμις ἄλλο σέ μέλπειν ;
Πῶς λόγος ὑμνήσει σε; Σύ γάρ λόγῳ οὐδενί ρητός. Πῶς νοός ἀρθρήσει σε; Σύ γάρ νόῳ οὐδεν ί ληπτός Μοῦνος ἐών ἄφραστος · ἐπεί τέκες ὅσα λαλεῖται Μοῦνος ἐών ἄγνωστος · ἐπεί τέκες ὅσα νοεῖται Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει..» (7)
Ο Γρηγόριος εδώ μεταγράφει τη λογική χείρωση του Απόλυτου, που είναι αδύνατη, σε μυστική ανάγκη για το Θείο, σε μια άμεση εμ -βίωση του Θείου. Η μυστική τούτη ανάγκη ρήγνυται ως ακαταπάλαιστη νοσταλγία εκ του ανθρώπου, που είναι η μοναδική παρ-ουσία του Ουσιώδους, γίνεται θέα του Ουσιώδους και ως θέα, θεωρία ή θέαση μεταβάλλεται σε μια πράξη αποκαλυπτική του Μυστηρίου, συν-δετική με το Μυστήριο, τόσο πιο καρποφόρα όσο πιο οξεία είναι η απλήρωτη γνωστική δίψα και βαθιά αντίληψη πως ό,τι γνωρίζουμε είναι λίγο, ενώ ό,τι αγνοούμε είναι πολύ: ότι ενώπιον μας απλώνεται το μέρος, ότι το Όλον.
Η θέαση του Μυστηρίου μηδενίζει την απόσταση ανάμεσα στην ερώσα και ορώσα το απόλυτο ψυχή και το ερωμένο, που είναι το ίδιο το άπειρο, το ίδιο το επέκεινα. Θεώμεθα το υπέρ λόγον, την αρχέγονη αιτία πάντων, την αιώνια πηγή της ζωής. Η θέαση ως ο ευδαίμων οφθαλμός της αιωνιότητος, η μυστική θέα γίνεται "μείζων τοῦ λόγον " και πράξη αποκαλυπτική, αφού τελεσουργεί την κοινωνία της ψυχής και με το Υπέρτατο, την οικειώνει με το Μ ysterium Magnum του όντως Όντος και την εισάγει στο άδυτο, το άβατο, το αψηλάφητο φέγγος, είδος και κάλλος. Ο εξωτερικός οφθαλμός κλείνει και ανοίγει το έσω όμμα, το μόνο ικανό να ιδεί το αόρατο· το έσω ους, το μόνο ικανό να ακροασθεί " τόν σιγώμενον ὕμνον ", κατά τη φράση του Γρηγορίου· τον έσω νουν, το μόνο ικανό να διακρίνει πίσω από τα όντα το αιώνιο πρόσωπο του Θεού που είναι " σκιρτημός καί ἥπιον δάκρυ" και « πῦρ καταναλίσκον » ! Έτσι η θέαση του Όντος, η θεωρία του Θεού δεν είναι κατάσταση παθητική, αλλά ενέργεια, πράξη συνεγγισμού, δράση ποντισμού στην αλήθεια του Θεού, οδοιπορία προς τον ʼγνωστο, γνωριμία με την αμετασάλευτη Αρχή, λυτρωτικός τρόπος υπέρβασης της χοϊκής μας παρουσίας και ανύψωσης προς το Απρόσιτο, πηγή του μυστικιστικού βιώματος και βυθισμός σε μια σιωπηλή και ενδόμυχη προσευχή, άρρητη δόνηση από τον ασίγητο πόθο του Αιωνίου, εκβολή σε μια αίδια μακαριότητα, όπου ο έρως του θείου, η νοσταλγία του Υπερβατικού, ο Πόνος για το "πάντων ἐπέκεινα " πληρούται.
Αλλά η θέαση του Μυστηρίου είναι και υπό άλλη έννοια πράξη αποκαλυπτική. Εγείρει τη συνείδηση, τη μνει και την καθαιρεί και την μεταποιεί σε "δύναμιν εἰς ἐνέργειαν ἐλθοῦσαν " και " εἰς ὄψιν ὁρῶσαν " την αρμονία του κόσμου και τον εσωτερικό ρυθμό και το κάλλος του: όλα διηγούνται τη δόξα του Θεού και υμνούν ή αγγέλλουν την " ποίησιν τῶν χειρῶν " Του και "μεγαλύνουν τά ἔργα " Του: "Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει ", γράφει ο Γρηγόριος, "πάντα σε καί νοέοντα καί οὐ νοέοντα γεραίρει". Έτσι η ύπαρξη γαληνεύει μέσα σε μια σιωπηλή και καρποφόρα επίγνωση, ενωτιζόμενη το " σιγώμενον ὕμνον ", τους ιλαρούς τόνους και τις δοξαστικές της σοφίας του Θεού μελωδίες της φύσης, τη γλυκιά αρμονία των ουράνιων σφαιρών, τις μαρμαρυγές μιας αιώνιας ζωής, λουσμένης από τους θελκτικούς ήχους ποιας -αλήθεια- μουσικής συμφωνίας, θνητής φλυαρίας, μπροστά στη θέαση του Ψυχικού Σύμπαντος ; Με τη θέαση ευρύνονται οι διαστάσεις αυτού του εσωτερικού Σύμπαντος· θαυμασμός και δέος και γοητεία είναι τα συναισθήματα που μας καταφλέγουν Μέσα μας με τα χέρια της ευλαβικής πίστης, που προετοίμασε η θέαση, χτίζουμε τις ψηλές εκκλησιές και χωρίς πόδια ερχόμαστε κοντά Του. Μέσα μας: " Niergens, Gelibte, wird Weltsein als innen : πουθενά, ποθεινή μου, δεν εκτείνεται ο κόσμος εκτός από μέσα μας" τραγουδάει ο θεοφόρος μύστης και αποδημητής, ο ποιητής RΜ. Rilke (8). Μέσα μας "κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος» ! (9) Σωστά ψάλλει ο Δ. Σολωμός τον "έσω" άνθρωπο και επιχειρεί να αναγνωρίσει το σύμπαντα κόσμο και τα όντα μέσα μας, μέσα στην αιθρία του εαυτού μας, μέσα στο διάφωτο και στη διακριτική του λάμψη.
Η θέαση ως πράξη αποκαλυπτική μπορεί να ερμηνευθεί, προς τούτοις, ως μία Συνάντηση (10), βαθιά και αιφνίδια γνωριμία με το "μέγιστο μάθημα". Πρόκειται για τη θεία και ευλογημένη στιγμή του εξαίφνης φωτισμού, οπότε " οἷον ἀπό πυρός πηδήσαντος ἐξαφθέν φῶς ἐν τῇ ψυχῇ γενόμενον αὐτό ἑαυτό ἤδη τρέφει" κατά τον Πλάτων α. Τούτο βέβαια το λαμπρό φως καθορά μόνο ο ηλιοειδής οφθαλμός της καρδιάς. Έτσι η θέαση του Μυστηρίου γίνεται φως εν τη σκοτία, λαμπηδόνα που καταυγάζει τις υπάρξεις, αστροπελέκι που μέσα στη μακρινή χειμέρια νύχτα του λογικού μετουσιώνει τη μωρία της σοφίας σε σοφία της μωρίας και μεταποιεί την αβέβαιη γνώση σε ακράδαντη πίστη: Σε πλήρωση, όπως την επιποθεί ο Νίτσε, το κεραυνωμένο και τραγικά ραγισμένο αυτό πνεύμα των χαλεπών καιρών, και την εκφράζει στα ποιήματα του: "Φώναξες: Κύριε, έρχομαι", " Γεσθημανή καί Γολγοθάς" και κυρίως "Στον Αγνωστο θεό": "Θέλω να σε γνωρίσω, ʼγνωστε εσένα που μέσα βαθιά στην ψυχή μου βυθίζεσαι... Ασύλληπτε που σε κρατώ μέσα μου. Θέλω να σε γνωρίσω και πιο πολύ ακόμη να σε υπηρετήσω "! (11) Ατυχώς ο Νίτσε προτίμησε να ανεβεί στο λογικό ικρίωμα και να αφεθεί επάνω σ' αυτό, αγωνιζόμενος να συλλάβει το Απρόσιτο, θέλοντας να φθάσει στη γνώση της πηγής παρά να δροσιστεί στην πηγή της Γνώσης και αγνοώντας την ειδοποίηση του Γρηγορίου Νύσσης : " Ὑπερνεφείας δε καλύπτρας, τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται ;" (12)
Η εποχή μας, καλόν είναι να λάβει σοβαρά υπόψη της αυτή την ειδοποίηση και να αποφύγει την " ὕβ ριν " της πίστης στην παντοδυναμία της λογικής που εκδιώκει την πίστη προς το Απρόσιτο, αφού και η φιλοσοφική γνώση και η θρησκευτική πίστη δεν είναι αντίδικες αλλά συλλειτουργοί της αλήθειας. Διότι ενισχύουν μία ζώσα πνευματική πρόοδο και γίνονται τρόποι μετασχηματισμού της συνείδησης του ανθρώπου, έστω κι αν φαίνονται εχθρικές μεταξύ τους και ασυμφιλίωτες, έστω και αν ίστανται σε διαφορετικά επίπεδα, κι αν συνιστούν δύο διαφορετικές στάσεις και τάσεις του ερευνώντος πνεύματος: Η γνώση περισφίγγει με λογικούς όρους, πολιορκεί με έλλογες κατηγορίες το κάστρο του Όντος και αγωνίζεται να το εκπορθήσει" η πίστη ειρηνεύει μέσω θρησκευτικού βιώματος την ανώλεθρη μεταφυσική μας χρεία. Σε μια υψηλή και λυτρωτική συνάντηση γνώσης-πίστης πρέπει να αναζητηθεί η σωτηρία ως ζεύξη του παροδικού με το αιώνιο και ως συνείδηση της μηδαμινότητας του κόσμου και της πληρότητας της πρώτης Αρχής, του "πάντων επέκεινα". Η κατά τον τρόπον του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου: "Διά πλοῦτον ἄπειρον ὑπάρχω πένης, καί μηδέν ἔχειν δοκῶ πολύ κατέχω, καί λέγω διψῶ διά πλῆθο ς ὑδάτων " (13).
"Κλαίγοντας και γελώντας σαν μικρό παιδί" κατά το Δάντη, έρχεται στον κόσμο η ψυχή του ανθρώπου. Και, για να μείνει σαν τα ροδαλά μάγουλα της παιδούλας που έκλαιγε και γελούσε, χρειάζεται όλες τις αρετές αλά κυρίως την αγάπη - και ως amor hominis και ως amor dei · την αγάπη που ανοίγει το δρόμο του Μυστηρίου, άγιο Μυστήριο η ίδια και -όπως λέγει ο Ο Wilde πρέπει να τη δέχεται κανείς γονατιστός και η φράση (14): " Domine, non sum dignus : Κύριε, οὐκ εἰμί ἄξιος " να βρίσκεται στα χείλη και τις καρδιές εκείνων που τη δέχονται· "ή κατά το λόγο του Αγρίππα Ντ ' Ωμπινιέ (15): "Κύριε, δος στ' αδύνατα πρόβατα το σωτήριο σέβας'! Έτσι η αποσυνάγωγος εποχή μας θα ελπίζει να ακούσει τη μακάρια φωνή: " ἀφέονται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ" (16).
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) K Krubacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ V, σ. 250 , ο. η άποψη του Geljew
(2). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Φιλοσοφική Προπαίδεια· εισαγωγική θεώρηση, μεθολογική προσέγγιση, ιστορική επισκόπηση , Αθήνα 1994" (τέταρτη έκδοση), σ.σ. 295 κ. εξ.
(3). J M Bochenski : Wege zum philosophischen Denken, Einf ü hrung in die Grundbegriffe, Freibourg 1961 3, (Δρόμοι Φιλοσοφικού στοχασμού, εισαγωγή στίς θεμελιώδεις: Εισ Μτφρ Σημ. Γρηγ Φιλ Κωσταρά, Αθήαν 1986 2, σ. 18)
(4). Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός , Ρ G 46, 524ΑΒ.
(5). Πλωτίνου Εννεάδες : VI 9· [9] 10, 8-10· VI 9 [9] 10,9· VI 7[38]7,1· III 8 [30], 8,17-19.
(6). Ηö derling, ʼπαντα Ι V 218 (από τον "Κύκλο των Τιτάνων").
(7). Γρηγορίου Νύσσης, PG 37, 507.
(8). Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Το βιβλίο των ωρών , σ. 56.
(9). Δ. Σολωμού, Εις Φραγκίσκαν Φραίζερ (επίγραμμα) .
(10). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Ομίχλη δακρύων πόνου και αγάπης, Αθήνα 1993, σ. 222.
(11). Φρ. Νίτσε, Ο μυστικισμός τον Νίτσε (μεφρ Ε. Ανδρουλαδάκη, Αθήνα 1962, σσ 15η εξ.).
(12). Γρηγορίου Νύσσης, ενθα. ι
(13). Αγίου Συμεώνος του Νέου θεολόγου...
(14). Ιωάννου 1,27 · Wilde Oscar, De Profundis, σ. 132· Πρβ. Λουκά 15,19 .
(15). Π. Κανελλοπούλου, Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τομ IV, σ. 303.
(16). Λουκά, 7,47.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΠΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΜΕ ΤΗ ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ

 



π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ
Θανάτω θάνατον πατήσας

Αφού ο άνθρωπος σώζεται με το γεγονός της εναν­θρώπησης του Λόγου, γιατί ο Χριστός έπρεπε να παρα­δώσει το σώμα Του στο θάνατο;
Το σώμα του Χριστού ήταν κτιστό και επομένως θνη­τό μπορούσε να αποθάνει. Όμως επειδή ήταν ενωμένο με τον ίδιο τον Λόγο του Θεού, που ήταν η ζωή (Ιω. α' 4, ιδ' 6, Α' Ιω. ε' 11), δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει νε­κρό. Δια τούτο απέθανε μεν ως θνητόν, ανέζησεν όμως λόγω της ζωής που είχε μέσα του (Μ. Αθαν. Πρβλ. Β' Κορ. ιγ'4. Ψαλμ.ξζ'2,ζ'7-9).
Έτσι ο Λόγος του Θεού ενανθρώπησε (Ιω. α' 14), έ­λαβε δηλαδή σώμα θνητό, για να μπορέσει και να αποθάνει, αλλά και να εξαφανίσει το θάνατο, μια και ο θάνατος δεν μπορούσε να κρατήσει τον αρχηγό της ζωής (Πράξ. θ'24.γ' 15).

Με το θάνατό Του ο Χριστός προσέφερε το σώμα Του για χάρη όλων των ανθρώπων. Έπαθε υπέρ πάντων και με το πάθος Του κατάργησε το θάνατο, αφού ο θάνατος δεν μπόρεσε να Τον νικήσει. Ταυτόχρονα όμως κατάργη­σε και εκείνον που εξουσίαζε το καθεστώς του θανάτου, δηλαδή τον ίδιο το διάβολο, και απάλλαξε τους ανθρώ­πους από τη σκληρή δουλεία της αμαρτίας (Εβρ. β 14-15).
Ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει πως κατά τη δευ­τέρα παρουσία του Χριστού θα πραγματοποιηθεί ο λόγος: Που η νίκη σου, θάνατε; που το κέντρο σου. άδη; (Ως. ιγ' 14). Με τη δική μας ανάσταση θα ολοκληρωθεί η νίκη κατά του θανάτου Και όταν αυτό το οποίο είναι φθαρτό θα ενδυθεί την αφθαρσία, τότε θα εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος·
Κατεβροχθίσθη ο θάνατος και ενικήθη. Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; που είναι, άδη, η νίκη σου;...Ας ευχαριστήσωμε τον Θεόν, που μας δίδει την νίκη δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Α' Κορ. ιε' 54-57).
Που σου, θάνατε, το κέντρον; που σου, άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέθλησαι!, επαναλαμβά­νει η Εκκλησία μας τη νύχτα του Πάσχα.
Εάν ένας αληθινός βασιλεύς κατανικήσει ένα τύραννον και του δέσει τα χέρια και τα πόδια, όλοι πλέον οι περαστικοί τον περιπαίζουν και τον κτυπούν και τον δια­σύρουν, διότι δεν φοβούνται τη μανία του και την αγριό­τητά του, χάρις εις τον νικητή βασιλέα. Έτσι, αφού ο Σωτήρ ενίκησε και εδειγμάτισε τον θάνατον εις τον σταυ­ρόν και έδεσε τα χέρια του και τα πόδια του, όλοι όσοι ζουν χριστιανικώς τον καταπατούν και όσοι ομολογούν τον Χριστόν τον χλευάζουν και τον περιπαίζουν λέγοντες αυτά που εξ αρχής έχουν γραφεί εναντίον του:
- Που σου, θάνατε, το νίκος; Που σου, άδη, το κέντρον; (Μ. Αθανάσιος).
Ο θάνατος καταβροχθίσθηκε από τη νίκη που συντε­λέσθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός μετέσχε των αυτών, έγινε δηλαδή μέτοχος των ιδίων πραγ­μάτων, όπως και ο άνθρωπος, κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, για να καταργήσει δια του θανάτου τον διάβολον και να ελευθερώσει εκείνους οι οποίοι από τον φόβο του θανάτου ήταν υποδουλωμένοι καθ' όλη την διάρκεια της ζωής των (Εβρ. β' 14-15)· η νίκη συντελέσθηκε εν τη σαρκί του Χριστού (Εφεσ. θ' 15).
Η νίκη αυτή δεν περιορίσθηκε στους ζώντες πάνω στη γη. Με τη θριαμβευτική κάθοδο του Χριστου στον άδη συμπεριέλαβε και τους κεκοιμημένους αδελφούς μας (Α' Πέτρ. γ' 19). Γι' αυτό αναφέρει ο ύμνος της Εκκλη­σίας μας:
Βασιλεύει, άλλ' ουκ αιωνίζει άδης του γένους των βροτών Συ γαρ τεθείς εν τάφω, Κραταιέ, ζωαρχχική παλάμη, τα του θανάτου κλείθρα διεσπάραξας και εκήρυξας τοις άπ' αιώνος εκεί καθεύδουσι λύτρωσιν αψευδή, Σώτερ, γεγονώς νεκρών πρωτότοκος.
Δεν μπορούσε άραγε ο θάνατος να νικηθεί με άλλο τρόπο, έξω από το σώμα του Χριστού; Ο θάνατος δεν ή­ταν έξω από το σώμα· είχε συμπλεχτεί με το σώμα. Ήταν λοιπόν ανάγκη και η ζωή να συμπλεχτεί με το σώμα, ώ­στε το σώμα να αποβάλει τη φθορά και αντί γι' αυτήν να ενδυθεί τη ζωή. Αφού το σώμα ενδύθηκε τη φθορά, δεν θα μπορούσε να αναστηθεί, εάν δεν ενδυόταν τη ζωή. Έπρεπε ο εχθρός να αντιμετωπισθεί στο σώμα. Γι' αυτό ο Χριστός ενδύθηκε σώμα, για να συναντήσει με το σώμα το θάνατο και να τον εξαλείψει. Πλησιάζει λοιπόν ο θάνατος και αφού κατέπιε το δόλωμα του σώματος, σου­βλίζεται με το αγκίστρι της Θεότητος και αφού εγεύθη από το αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα, εξοντώνεται και ξερνά όλους όσους κατέπιεν από την αρχήν (Ιω. Δαμασκ.).
Ο Μ. Βασίλειος συνοψίζει το μυστήριο της σωτη­ρίας του ανθρώπου: Ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώνεται, γεννάται εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας (Ρωμ. η' 3). Λαμβάνει δηλαδή το αμαρτωλό σώμα μας, χωρίς όμως να διαπράξει αμαρτία (Ης. νγ' 9. Λουκ. κγ' 41. Ιω. η' 46. Β' Κορ. ε' 21. Εβρ. δ' 15. Α' Πέτρ. θ' 22). Μ' αυτό τον τρόπο ο θάνατος, που κληρονομήθηκε με την κατα­γωγή μας από τον Αδάμ, κατεπόθη από την Θεότητα και η αμαρτία εξηφανίσθη υπό της εν Χριστώ Ιησού δι­καιοσύνης, ώστε κατά την ανάστασιν να απολαύωμε την σάρκα, που δεν είναι ούτε υπόδικος εις τον θάνατον, ούτε υπεύθυνος εις την αμαρτίαν (πρβλ. Ρωμ. ε' 12, 17).
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το ότι ο Χριστός παρέδω­σε το σώμα Του στο θάνατο, αλλά το ότι ο θάνατος δεν μπόρεσε να κρατήσει κάτω από την εξουσία του τον αρ­χηγό της ζωής (Πράξ. β' 24, γ' 15).
Ο θάνατος υπερίσχυσε και κατέπιε πολλούς,
αλλά πάλιν αφήρεσε Κύριος ο Θεός
παν δάκρυον από παντός προσώπου·
αφήρεσε το όνειδος του λαού από πάσης της γης
(Ης. κε'8).
Έτσι με το θάνατό Του ο Χριστός κατάργησε εκείνον που είχε το κράτος του θανάτου και εχάρισε την ελευθε­ρία στους ανθρώπους (Πρβλ. Α' Κορ., ιε' 20-23, 54, Εβρ. 6' 14-15, Αποκ. κ' 14). Γι' αυτό και η Εκκλησία μας ψάλλει: Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.
Αλλά ο θάνατος μένει για τη διάνοια του πιστού φο­βερό και απροσπέλαστο μυστήριο. Αυτό εκφράζουν με ανεπανάληπτο τρόπο τα ιερά κείμενα από την ακολουθία της κηδείας.
Θρηνώ και οδύρομαι
όταν αναλογισθώ τον θάνατο,
και ίδω στους τάφους κειμένη
την ωραιότητα μας την κατ' εικόνα Θεού,
άμορφη, άδοξη, χωρίς σχήμα.
Ω θαύμα!
Τι μυστήριο συνέβη σε μας... Όντως φοβερώτατο το του θανάτου μυστήριο πως η ψυχή από την αρμονία με το σώμα χωρίζεται βίαια, και πως αποκόπτεται της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός με θεία βούληση...
Όμως για τον πιστό δεν υπάρχει εδώ αδιέξοδο· δεν ο­δηγείται σε απόγνωση, αλλά στην ελπίδα: Αδελφοί, δεν θέλουμε να αγνοείτε ό,τι αφορά τους κεκοιμημένους, δια να μη λυπείσθε όπως και οι λοιποί, που δεν έχουν ελ­πίδα. Γιατί αν πιστεύουμε πως ο Ιησούς απέθανε και α­ναστήθηκε, έτσι και ο Θεός δια του Ιησού θα φέρει μαζί του και τους κοιμηθέντας... ώστε παρηγορείτε ο ένας τον άλλον με τα λόγια αυτά (Α' Θεσ. δ' 13-18).
 http://www.egolpion.com/alevizopoulos_anastasi.el.aspx

ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ

 




᾿Αποσπάσματα ἀπό τήν ὁμιλία
τοῦ ἁγίου ᾿Επιφανίου Κύπρου
μέ θέμα·
«Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ»
ἤτοι
Εἰς τήν Θεόσωμον Ταφήν τοῦ Κυρίου
καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
καί εἰς τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό ᾿Αριμαθαίας,
καί εἰς τήν ἐν τῷ ͺ῞Αδη τοῦ Κυρίου κατάβασιν,
μετά τό σωτήριον πάθος παραδόξως
γεγενημένην.
(ΒΕΠΕΣ 77, σελ. 139-157)
῾Ο ἅγιος Πατέρας μας ᾿Επιφάνιος, ᾿Επίσκοπος Κωνσταντίας (παλαιᾶς Σαλαμῖνος) τῆς Κύπρου, ἔχει γράψει ἕνα ὑπέροχο λόγο γι’ αὐτή τήν κατάβασι τοῦ Κυρίου στόν ῞ᾼδη καί τό κήρυγμά Του.
Παραθέτουμε ὁρισμένες παραγράφους σέ μετάφρασι.
«Α. Τί εἶναι αὐτό πού συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή εἶναι ἁπλωμένη στή γῆ. Μεγάλη σιωπή καί ἠρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμᾶται ὁ Βασιλιάς. ῾Η γῆ φοβήθηκε καί ἡσύχασε, ἐπειδή ὁ Θεός μέ τό σῶμα κοιμήθηκε καί ἀνέστησε αὐτούς πού κοιμόνταν ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. ῾Ο Θεός μέ τό σῶμα πέθανε, καί τρόμαξε ὁ ῞ᾼδης. ῾Ο Θεός γιά λίγο κοιμήθηκε, καί ἀνέστησε αὐτούς πού βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη.

...................................................................
Γ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στή γῆ καί σ’ αὐτούς πού ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο. Εἶναι διπλή σήμερα ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη, διπλή ἡ σωτηρία, διπλή ἡ φιλανθρωπία, διπλή ἡ κατάβαση μαζί καί συγκατάβαση, διπλή ἡ ἐπίσκεψη πρός τούς ἀνθρώπους. Κατεβαίνει ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ κι ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια. ᾿Ανοίγονται οἱ πύλες τοῦ ῞ᾼδη. Γεμίστε μέ ἀγαλλίασι ἐσεῖς πού κοιμᾶσθε ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ὑποδεχτεῖτε τό μέγα φῶς ὅσοι κάθεστε στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῎Ερχεται ὁ Δεσπότης ἀνάμεσα στούς δούλους. ῎Ερχεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς νεκρούς. ῎Ερχεται ἡ ζωή ἀνάμεσα στούς θνητούς. ῎Ερχεται ὁ ἀθῶος ἀνάμεσα στούς ἐνόχους. ῎Ερχεται τό φῶς πού δέν σβήνει ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στό σκοτάδι. ῎Ερχεται ὁ ἐλευθερωτής ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους. ῎Ερχεται Αὐτός πού βρίσκεται πιό πάνω ἀπό τούς οὐρανούς, μεταξύ αὐτῶν πού βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. ῏Ηλθε ὁ Χριστός στή γῆ καί πιστέψαμε. Κατέβηκε ὁ Χριστός στούς νεκρούς, ἄς κατεβοῦμε μαζί Του κι ἄς δοῦμε τά μυστήρια πού ἔγιναν ἐκεῖ. ῎Ας γνωρίσουμε Αὐτοῦ πού κρύφτηκε -στόν ῞ᾼδη- τά κρυμμένα κάτω ἀπ’ τή γῆ θαυμάσια ἔργα Του. ῎Ας μάθουμε πῶς ἔλαμψε τό κήρυγμα καί στούς κατοίκους τοῦ ῞ᾼδη.
Δ. Τί συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ὁ Θεός στόν ῞ᾼδη σώζει ὅλους χωρίς ἐξαίρεση; ῎Οχι βέβαια, ἀλλά κι ἐκεῖ σώζει ὅσους πίστεψαν. Χθές εἴδαμε τό ἔργο τῆς σωτηρίας, σήμερα τήν ἐκδήλωση τῆς ἐξουσίας. Χθές εἴδαμε τήν ἀδυναμία, σήμερα τήν κυριαρχία Του. Χθές φάνηκαν τά σημάδια τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, σήμερα τῆς θεϊκῆς φύσης. Χθές Τόν ράπιζαν, σήμερα ραπίζει μέ τήν ἀστραπή τῆς θεότητος τόν χῶρο τοῦ ῞ᾼδη. Χθές Τοῦ ἔβαζαν δεσμά, σήμερα Αὐτός δένει τόν τύραννο - διάβολο μέ ἄλυτα δεσμά. Χθές καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ἐλευθερία στούς καταδίκους. Χθές Τόν περιγελοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Πιλάτου, σήμερα οἱ θυρωροί τοῦ ῞ᾼδη ὅταν Τόν εἶδαν γέμισαν φρίκη.
...................................................................
ΙΗ. Αὐτός πού ποτέ δέν ἐμφανίστηκε -ὡς Θεός- στούς ἀνθρώπους, πῶς ἐμφανίζεται ὡς ἄνθρωπος καί συγχρόνως ὡς φιλάνθρωπος Θεός; Πῶς ἔγινε ὁρατός ὁ ἀόρατος; Πῶς σαρκώθηκε ὁ ἄυλος; Πῶς ἔπαθε ὁ ἀπαθής; Πῶς ὁ Κριτής στάθηκε στό δικαστήριο; Πῶς ἡ ζωή γεύθηκε τόν θάνατο; Πῶς ὁ ἀχώρητος χώρεσε στόν τάφο; Πῶς κατοικεῖ στό μνῆμα, Αὐτός πού δέν ἐγκατέλειψε τόν κόλπο τοῦ Πατέρα; Πῶς εἰσέρχεται ἀπό τήν πύλη τοῦ σπηλαίου, Αὐτός πού ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, καί ἐνῶ δέν διέρρηξε τίς πύλες τῆς παρθενίας τῆς Μαρίας, πῶς συνέτριψε τίς πύλες τοῦ ῞ᾼδη; Πῶς, ἐνῶ δέν ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ ὑπερώου στήν περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, ὅμως ἄνοιξε στούς ἀνθρώπους τίς πύλες τῆς Βασιλείας, καί τίς πύλες τοῦ τάφου καί τίς σφραγίδες τίς ἄφησε νά ἀνοίξουν μόνες τους; Πῶς ὑπολογίζεται μέ τούς νεκρούς, Αὐτός πού εἶναι ἐλεύθερος μεταξύ τῶν νεκρῶν; Πῶς τό φῶς πού ποτέ δέν σβήνει, ἔρχεται στά σκοτεινά καί στή σκιά τοῦ θανάτου; Ποῦ πηγαίνει; Ποῦ πορεύεται Αὐτός πού ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά Τόν κρατήσει; Ποιός εἶναι ὁ λόγος καί ὁ τρόπος κι ὁ σκοπός πού κατεβαίνει στόν ῞ᾼδη; Μήπως κατεβαίνει γιά νά ἀνεβάσει τόν κατάδικο ᾿Αδάμ, τόν σύνδουλό μας; Πραγματικά, πηγαίνει γιά νά ἀναζητήσει τόν πρωτόπλαστο σάν τό χαμένο πρόβατο.
῾Οπωσδήποτε θέλει νά ἐπισκεφθεῖ αὐτούς πού βρίσκονται μέσα στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῾Οπωσδήποτε πορεύεται γιά νά ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο ᾿Αδάμ καί τή συναιχμάλωτη Εὔα ὁ Θεός καί υἱός τους.
ΙΘ. ῞Ομως, ἄς κατεβοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, ἄς χορέψουμε μαζί, ἄς σπεύσουμε, ἄς σκιρτήσουμε μαζί, ἄς ἀνυμνήσουμε, ἄς βιαστοῦμε βλέποντας τή συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, τήν ἀπελευθέρωση τῶν καταδίκων ἐκ μέρους τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου. Γιατί πορεύεται Αὐτός πού ἀπό τή φύση Του εἶναι φιλάνθρωπος, γιά νά βγάλει -ἀπό τόν ῞ᾼδη- αὐτούς πού εἶναι δέσμιοι ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, μέ πολλή δύναμη καί ἐξουσία, αὐτούς πού βρίσκονται στούς τάφους νεκροί καί τούς κατάπιε τυραννικά ὁ πικρός καί ἀχόρταγος θάνατος καί τούς τυράννησε, ἀφοῦ τούς ἅρπαξε ἀπό τόν Θεό καί τούς μάζεψε ὅλους μαζί.
Αὐτούς πορεύθηκε ὁ Χριστός νά ἐλευθερώσει καί νά τούς βάλει μαζί μέ τούς ζωντανούς, πού κατοικοῦν στή γῆ. ᾿Εκεῖ βρίσκεται ὁ ᾿Αδάμ, ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτογέννητος, καί εἶναι πιό κάτω ἀπό ὅλους τούς καταδίκους. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ῎Αβελ πού πρῶτος πέθανε στή γῆ, ὁ πρῶτος δίκαιος ποιμένας, τύπος τῆς ἄδικης σφαγῆς τοῦ Ποιμένα Χριστοῦ. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ Νῶε, ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κτίστου τῆς μεγάλης κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία διέσωσε μέ τό περιστέρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅλα τά θηριώδη ἔθνη ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἀσεβείας καί ἔδιωξε ἀπό αὐτήν τόν διάβολο κόρακα. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ πρόγονος τοῦ Χριστοῦ, ὁ θύτης τοῦ γιοῦ του, πού πρόσφερε στόν Θεό τήν ὑπέροχη θυσία θυσιάζοντας μέ μαχαίρι καί χωρίς μαχαίρι θανατώνοντας καί μή θανατώνοντας τόν γιό του. ᾿Εκεῖ κάτω βρίσκεται ὁ δέσμιος ᾿Ισαάκ, πού τήν παλαιά ἐποχή δέθηκε ἀπό τόν πατέρα γιά τή θυσία, τύπος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θυσίας Του. ᾿Εκεῖ κάτω καί ὁ ᾿Ιακώβ καταλυπημένος στόν ῞ᾼδη, ὅπως πρίν ἦταν καταλυπημένος ἐπάνω γιά τόν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖ ὁ φυλακισμένος ᾿Ιωσήφ, πού φυλακίστηκε στήν Αἴγυπτο καί προτύπωνε τόν Χριστό ὄντας δεσμώτης καί δεσπότης. ᾿Εκεῖ κάτω στά σκοτεινά ὁ Μωυσῆς, ὅπως ἐπάνω στή γῆ ἦταν βρέφος μέσα στό σκοτεινό καλάθι. ᾿Εκεῖ ὁ Δανιήλ στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη, ὅπως κάποτε ἐπάνω στή γῆ, μέσα στόν λάκκο τῶν λιονταριῶν. ᾿Εκεῖ ὁ ῾Ιερεμίας στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη καί τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ὅπως κάποτε ἦταν ριγμένος ἀπό τούς συμπατριῶτες του μέσα στόν λάκκο τοῦ βορβόρου. ᾿Εκεῖ μέσα στό κῆτος τοῦ ῞ᾼδη πού δέχεται ὅλον τόν κόσμο βρίσκεται ὁ ᾿Ιωνᾶς, πού εἶναι ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ προαιώνιος ᾿Ιωνᾶς πού θά ὑπάρχει καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες.
Κι ἀκόμη ἐκεῖ καί ὁ πρόγονος τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Δαβίδ, ἀπό τόν ὁποῖο κατά σάρκα γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καί γιατί λέω γιά τόν Δαβίδ καί τόν ᾿Ιωνᾶ καί τόν Σολομώντα; ᾿Εκεῖ βρισκόταν καί ὁ ἴδιος ὁ μέγας ᾿Ιωάννης, ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους τούς προφῆτες, κηρύττοντας στόν ῞ᾼδη σ’ ὅλους ἀπό πρίν τόν Χριστό σάν μέσα ἀπό σκοτεινή μήτρα -ὅπως κάποτε βρέφος μέσα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του ᾿Ελισάβετ.
Αὐτός εἶναι διπλός πρόδρομος καί κήρυκας πρός τούς ζωντανούς καί τούς νεκρούς. Αὐτός ἀπό τή φυλακή τοῦ ῾Ηρώδη παραπέμφθηκε -μέ τόν ἀποκεφαλισμό του- στήν πανανθρώπινη φυλακή τοῦ ῞ᾼδη τῶν δικαίων καί ἀδίκων κεκοιμημένων πού βρίσκονταν ἐκεῖ ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων.
Κ. ᾿Από ἐκεῖ, ἀπ’ τόν ῞ᾼδη, ὅλοι οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι μέ θερμές καί συνεχεῖς προσευχές πρός τόν Θεό μέσα ἀπό τήν καρδιά τους, ζητοῦν λύτρωση ἀπό τήν πολύ ὀδυνηρή καί σκοτεινή καί κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, ζοφερή καί κατασκότεινη νύχτα. Καί ὁ μέν ἕνας ἔλεγε πρός τόν Θεό· «᾿Από τήν κοιλιά τοῦ ῞ᾼδη ἄκουσε τήν κραυγή τῆς φωνῆς μου». Καί ὁ ἄλλος· «Μέσα ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἔκραξα πρός ᾿Εσένα, Κύριε. Κύριε ἄκουσε μέ προσοχή τή φωνή μου».
Καί ἄλλος· «Φανέρωσε τό πρόσωπό Σου καί θά σωθοῦμε». Καί ἄλλος· «᾿Εσύ πού κάθεσαι ἐπάνω στόν Χερουβικό θρόνο, ἐμφανίσου». Καί ἄλλος· «Ντύσου τή μεγάλη Σου δύναμη καί ἔλα νά μᾶς σώσεις». Καί ἄλλος· «Κύριε, ἄς μᾶς προφθάσει ἡ εὐσπλαχνία Σου». Καί ἄλλος· «Γλύτωσε τήν ψυχή μου ἀπ’ τόν βαθύτατο ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «Κύριε, βγάλε τήν ψυχή μου ἀπό τόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «Κύριε, μή ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «῎Ας ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπ’ τή φθορά πρός ᾿Εσένα, Κύριε καί Θεέ μου».
ΚΑ. ῞Ολους αὐτούς ἄκουσε ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεός ὁ Χριστός, καί δέν ἔκρινε δίκαιο τό νά ἐκδηλώσει τή φιλανθρωπία Του μόνο πρός αὐτούς πού ζοῦσαν κατά τήν ἐποχή Του ἤ μετά ἀπό αὐτήν, ἀλλά καί πρός ἐκείνους πού πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη καί κάθονταν στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου.
Καί γι’ αὐτό αὐτούς πού ζοῦσαν ἐπάνω στή γῆ τούς ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός Λόγος μέ τό ἔμψυχο σῶμα, τίς δέ ψυχές πού ἦταν στόν ῞ᾼδη χωρίς σῶμα τίς ἐπισκέφθηκε μέ τήν ἔνθεη κι ἀμόλυντη ψυχή Του· χωρίς τό σῶμα, ὄχι ὅμως καί χωρίς τή Θεότητά Του.
ΚΒ. Λοιπόν, ἄς τρέξουμε γρήγορα μέ τόν νοῦ κι ἄς βαδίσουμε στόν ῞ᾼδη, γιά νά δοῦμε πῶς ἐκεῖ μέ πανίσχυρη δύναμη νικᾶ ὁλοκληρωτικά τόν τύραννο τῶν σκλαβωμένων ψυχῶν καί πῶς μέ μεγάλη πανστρατιά, μέ τή λάμψη Του αἰχμαλωτίζει χωρίς χέρια τίς ἀθάνατες φάλαγγες τῶν δαιμόνων. Τίς θύρες πού δέν εἶναι θύρες σηκώνει ἀπό τή μέση καί τίς πύλες πού δέν εἶναι ξύλινες τίς σπάζει μέ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ θύρα. Καί μέ τά θεϊκά καρφιά συντρίβει καί κομματιάζει τούς αἰώνιους μοχλούς. Καί μέ τά δεσμά τῶν θεϊκῶν χεριῶν Του λειώνει σάν τό κερί τίς ἄλυτες ἁλυσίδες. Καί μέ τή λόγχη πού χτύπησε τή θεϊκή πλευρά Του, διατρυπᾶ τήν ἄσαρκη καρδιά τοῦ τυράννου. ᾿Εκεῖ συνέτριψε τή δύναμη τῶν τόξων του, ὅταν τέντωσε σάν τόξο ἐπάνω στόν Σταυρό τά θεῖα Του χέρια. Γι’ αὐτό, ἄν ἀκολουθήσεις μέ ἡσυχία τόν Χριστό, θά δεῖς τώρα, ποῦ ἔδεσε τόν τύραννο καί ποῦ κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἀνέσκαψε τή φυλακή τοῦ ῞ᾼδη καί ἐλευθέρωσε τούς φυλακισμένους. Πῶς πάτησε τό φίδι καί ποῦ κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἐλευθέρωσε τόν ᾿Αδάμ καί πῶς ἀνέστησε τήν Εὔα. Πῶς γκρέμισε τόν ἐνδιάμεσο τοῖχο, καί πῶς καταδίκασε τόν δηλητηριώδη δράκοντα, καί πῶς ἔστησε ἀνίκητα τρόπαια. Ποῦ θανάτωσε τόν θάνατο καί πῶς ἔφθειρε τή φθορά καί πῶς ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στό ἀρχικό του ἀξίωμα.
ΚΓ. Αὐτός πού χθές ἀπό συγκατάβαση δέν ἤθελε νά Τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν ᾿Αγγέλων, καί ἔλεγε στόν Πέτρο «δέν μπορῶ νά παρακαλέσω τόν Πατέρα μου καί νά μοῦ στείλει γιά συμπαράσταση περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες ᾿Αγγέλων;», σήμερα κατεβαίνει κάτω στόν ῞ᾼδη καί τόν θάνατο, ὅπως ἁρμόζει σέ Θεό καί σέ Δεσπότη, γιά νά πολεμήσει μέ τόν θάνατό Του τόν τύραννο ὡς ἀρχηγός τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μόνο μέ δώδεκα λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες ᾿Αγγέλων, ᾿Εξουσιῶν, Θρόνων χωρίς θρόνους, ῾Εξαπτερύγων χωρίς φτερά, Πολυομμάτων χωρίς μάτια, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα ὡς Δεσπότη τους καί Βασιλιά προπέμπουν καί περιβάλλουν καί τιμοῦν, τόν Χριστό. ῎Οχι ὡς σύμμαχοι. Μή γένοιτο! Διότι ὁ παντοδύναμος Χριστός ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη; ᾿Αλλά τόν συνοδεύουν γιατί αὐτό Τοῦ τό ὀφείλουν καί ἀγαποῦν νά βρίσκονται κοντά στόν Δεσπότη Θεό. Αὐτές οἱ ᾿Αγγελικές τάξεις εἶναι σάν ἔμπιστοι δορυφόροι ὁπλίτες λαμπροί, κρατώντας σκῆπτρα τῆς θείας βασιλικῆς ἐξουσίας τοῦ Κυρίου, καί μόνο στό θεῖο νεῦμα Του τρέχουν νά προλάβουν μέ γρηγοράδα ἡ μιά τήν ἄλλη καί κάνοντας ἔργο καί πράξη τή διαταγή Του.
Καί εἶναι καταστεφανωμένες μέ τό στεφάνι τῆς νίκης ἐναντίον τῶν παρατάξεων τῶν ἐχθρῶν καί τῶν παρανόμων. Γι’ αὐτό καί κατεβαίνουν τότε στούς δρόμους καί εἶναι μαζί συνοδοιπόροι τοῦ Θεοῦ καί Δεσπότη στά μέρη τοῦ ῞ᾼδη καί τά ὑπόγειά του, πού εἶναι βαθύτερα ἀπ’ ὅλη τή γῆ, καί κατοικητήρια ὑπόγεια τῶν κεκοιμημένων ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, καί ἔρχεται γιά νά τούς βγάλει μέ ἐξουσία αὐτούς τούς ἁλυσοδεμένους.
ΚΔ. Μόλις, λοιπόν, ἔφτασε στά κατάκλειστα καί ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια τοῦ ῞ᾼδη, καί κατοικητήρια καί ὑπόγεια καί σπήλαια, ἡ θεϊκή καί λαμπρότατη παρουσία τοῦ Κυρίου, προχωρεῖ πρίν ἀπό ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, γιατί βέβαια, ὄντας ἀπό συνήθεια ἐκεῖνος πού φέρνει στούς ἀνθρώπους τίς ἀγγελίες τῆς χαρᾶς, μέ δυνατή φωνή, ἀρχαγγελικότατη καί στρατηγικότατη, ἔντονη καί σάν τοῦ λιονταριοῦ, λέει πρός τίς ἐχθρικές - δαιμονικές δυνάμεις· «᾿Ανοῖξτε, ἄρχοντες τίς πύλες σας». Μαζί του φωνάζει κι ὁ Μιχαήλ· «Καί γκρεμιστεῖτε αἰώνιες πύλες». Μετά οἱ Δυνάμεις προσθέτουν· «Φύγετε μακριά παράνομοι θυρωροί». Κι οἱ ᾿Εξουσίες λένε μ’ ὅλη τους τήν ἐξουσία· «Σπάστε ἄλυτες -γιά αἰῶνες- ἁλυσίδες». Καί ἄλλος ῎Αγγελος· «Ντροπή σας, ἀντίθετοι κι ἐχθροί». Καί ἄλλος· «Φοβηθεῖτε, τύραννοι καί παράνομοι, - γι’ αὐτό πού θά πάθετε».
ΛΑ. Καθώς, λοιπόν, αὐτά ἔτσι γίνονταν στόν ῞ᾼδη καί λέγονταν καί ὅλα θορυβοῦνταν καί σείονταν, καί ὁ Κύριος κόντευε νά φτάσει στά πιό κατώτερα μέρη, ὁ ᾿Αδάμ, αὐτός πού δημιουργήθηκε πρίν ἀπό ὅλους, ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος, πού βρισκόταν πιό βαθειά ἀπό ὅλους, δεμένος πολύ γερά, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν πρός τούς φυλακισμένους καί ἀναγνώρισε τή φωνή Του καθώς περπατοῦσε μέσα στό δεσμωτήριο. Στράφηκε τότε πρός ὅλους ὅσοι ἦταν μαζί του γιά αἰῶνες δέσμιοι καί τούς εἶπε· ᾿Ακούω τόν ἦχο τῶν βημάτων Κάποιου πού ἔρχεται πρός ἐμᾶς. Καί ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε ᾿Εκεῖνος νά ἔλθει ἐδῶ, τότε ἐμεῖς θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπ’ τά δεσμά μας. ᾿Εάν Τόν δοῦμε πραγματικά ἀνάμεσά μας, τότε ἐμεῖς θά σωθοῦμε ἀπό τόν ῞ᾼδη.
ΛΒ. Καί καθώς ὁ ᾿Αδάμ αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά ἔλεγε πρός ὅλους τούς συγκαταδίκους του, μπαίνει ὁ Κύριος κρατώντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις Τόν εἶδε ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδάμ, χτύπησε τό στῆθος του γεμάτος ἔκπληξη καί φώναξε μέ δυνατή φωνή πρός ὅλους λέγοντας· «῾Ο Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους». Καί ἀποκρίθηκε ὁ Χριστός καί εἶπε στόν ᾿Αδάμ· «῎Ας εἶναι μαζί καί μέ τό δικό σου πνεῦμα». Καί τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τόν σηκώνει καί τοῦ λέει· «Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι καί ἀναστήσου ἀπό τούς νεκρούς, καί θά σέ φωτίσει ὁ Χριστός». ᾿Εγώ, ὁ Θεός σου, πού γιά χάρη σου ἔγινα γιός σου, πού γιά χάρη σου καί σ᾿ αὐτούς πού κατάγονται ἀπό ἐσένα λέω τώρα, δίνοντάς τους μέ τήν ἐξουσία μου τήν ἐλευθερία ἀπ’ τά δεσμά τους· Βγεῖτε ἔξω. Καί σ’ ὅσους βρίσκονται στό σκοτάδι λέω· Λάβετε φῶς. Καί στούς κεκοιμημένους λέω· ᾿Αναστηθεῖτε.
Καί ἐσένα, ᾿Αδάμ, προστάζω· Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι, γιατί δέν σέ δημιούργησα γι’ αὐτό, γιά νά μένεις δηλαδή φυλακισμένος στόν ῞ᾼδη. ᾿Αναστήσου ἀπό τούς νεκρούς. ᾿Εγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν νεκρῶν. ᾿Αναστήσου δικό μου πλάσμα, ἀναστήσου ἐσύ ἡ δική μου μορφή πού σέ δημιούργησα σύμφωνα μέ τή δική μου εἰκόνα. Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί ἐσύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σ’ ἐσένα. ᾿Εγώ ὡς ἄνθρωπος κι ἐσύ ἔχουμε τήν αὐτή φύση. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Θεός σου ἔγινα γιός σου. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Δεσπότης ἔλαβα τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά χάρη σου ἐγώ πού βρίσκομαι ὑψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, ἦλθα ἐπάνω στή γῆ καί κατέβηκα πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἀβοήθητος ἄνθρωπος ἀφημένος ἀνάμεσα στούς νεκρούς. Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπ’ τόν κῆπο -τῆς ᾿Εδέμ-, παραδόθηκα στούς ᾿Ιουδαίους μέσα στόν κῆπο -τῆς Γεθσημανῆ- καί μέσ᾿ στόν κῆπο σταυρώθηκα. ΛΓ. Δές στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού δέχτηκα γιά χάρη σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω ὅπως ἤσουν ὅταν σοῦ εἶχα δώσει τό ἐμφύσημά μου. Δές τά ραπίσματα πού δέχτηκα στά σαγόνια μου, πού τά καταδέχτηκα γιά νά ἐπαναφέρω τήν ἀλλοιωμένη μορφή σου στό κατ’ εἰκόνα μου. Δές στή ράχη μου τό μαστίγωμα πού τό καταδέχτηκα γιά νά διαλύσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου πού εἶχες ἐπάνω στήν πλάτη σου. Δές τά καρφωμένα μου χέρια πού καλῶς τά ἅπλωσα ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ γιά σένα πού κακῶς ἅπλωσες τά χέρια σου στό ἀπαγορευμένο ξύλο - δέντρο. Δές τά πόδια μου πού τρυπήθηκαν καί καρφώθηκαν στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιατί τά δικά σου πόδια κακῶς ἔτρεξαν πρός τό δέντρο τῆς παρακοῆς τήν ἕκτη ἡμέρα κατά τήν ὁποία βγῆκε ἐναντίον σου ἡ καταδικαστική ἀπόφαση, καί πάλι κατὰ τήν ἕκτη ἡμέρα ἐργάζομαι γιά τήν ἀνάπλασή σου καί γιά τό ἄνοιγμα τοῦ παραδείσου.
ΛΔ. Γεύθηκα γιά χάρη σου τή χολή γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό τόν γλυκό ἐκεῖνο καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά καταργήσω ἀπό ἐσένα τό δριμύ κι ἀφύσικο ποτήριο τοῦ θανάτου. Δέχτηκα τόν σπόγγο γιά νά σβήσω τό χειρόγραφο πού ἔγραφε τίς ἁμαρτίες σου. Δέχτηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. ῞Υπνωσα ἐπάνω στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα μέ λόγχη στήν πλευρά, γιά σένα πού σέ ὕπνωσα στόν Παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. ῾Η δική μου πλευρά θεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. ῾Ο δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλει ἔξω ἀπό τόν ὕπνο σου στόν ῞ᾼδη. ῾Η λόγχη πού μέ τρύπησε σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου.
ΛΕ. Σήκω, λοιπόν, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Σέ ἔβγαλε ὁ ἐχθρός ἀπό τόν γήινο Παράδεισο. Σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον στόν Παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Σέ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό τυπικό δέντρο τῆς ζωῆς, τώρα ὅμως ἑνώθηκα μαζί σου ἐγώ πού εἶμαι ἡ Ζωή. Διέταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα κάνω τά Χερουβίμ νά σέ προσκυνήσουν ὡς θεό. Κρύφτηκες τότε ἀπό τόν Θεό γιατί ἤσουν γυμνός, νά ὅμως τώρα πού ἔκρυψες μέσα σου γυμνό τόν Θεό. Ντύθηκες τόν δερμάτινο χιτώνα τῆς ντροπῆς, ἀλλά ἐγώ ὄντας Θεός ντύθηκα τόν ματωμένο χιτώνα τῆς σάρκας.
Γι’ αὐτό σηκωθεῖτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τήν ὀδύνη στήν εὐφροσύνη, ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία, ἀπό τή φυλακή στήν ἄνω ῾Ιερουσαλήμ, ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεση, ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
ΛΣΤ. Γι’ αὐτόν τόν σκοπό πέθανα καί ἀναστήθηκα, γιά νά γίνω Κύριος νεκρῶν καί ζωντανῶν. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας μου περιμένει τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐννενήντα ἐννιά πρόβατα τῶν ᾿Αγγέλων περιμένουν τόν σύνδουλό τους ᾿Αδάμ πότε νά ἀναστηθεῖ, καί πότε νά ἀνέβει, καί πότε νά ἐπιστρέψει πρός τόν Θεό. ῾Ο Χερουβικός θρόνος ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. ῾Ο χῶρος τοῦ γάμου ἔχει προετοιμαστεῖ. Τό δεῖπνο εἶναι στρωμένο. Οἱ αἰώνιες σκηνές καί οἱ τόποι διαμονῆς εἶναι ἕτοιμοι.
῎Εχουν ἀνοιχτεῖ οἱ θησαυροί τῶν ἀγαθῶν, ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρίν ἀπό αἰῶνες. Τά ἀγαθά πού περιμένουν τόν ἄνθρωπο δέν τά ἔχει δεῖ μέχρι τώρα μάτι καί αὐτιά δέν ἄκουσαν γι’ αὐτά, καί δέν τά ἔβαλε νοῦς ἀνθρώπου.
ΛΖ. Αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά εἶπε ὁ Κύριος. Καί ἀνασταίνεται ὁ Χριστός καί ὁ ἑνωμένος μαζί Του ᾿Αδάμ κι ἀνασταίνεται μαζί καί ἡ Εὔα. ᾿Αναστήθηκαν καί πολλά ἄλλα σώματα δικαίων πού εἶχαν πεθάνει ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, κηρύττοντας τήν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία, οἱ πιστοί ἄς τήν ὑποδεχτοῦμε κι ἄς τή δοῦμε κι ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε, χορεύοντας μαζί μέ τούς ᾿Αγγέλους καί γιορτάζοντας μαζί μέ τούς ᾿Ασωμάτους καί δοξάζοντας μαζί τους τόν Χριστό πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τή φθορά καί μᾶς ζωοποίησε.
Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν χωρίς ἀρχή Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα Του, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. ᾿Αμήν».
(῾Η μετάφραση εἶναι ἀπό τό βιβλίο
«Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ»
τοῦ Γεωργίου Β. Μαυρομάτη.
᾿Εκδόσεις ᾿Επέκταση 1998).

«Σήμερον ὁ ᾅδης στένων βοᾷ·...»

 



 ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

«Σήμερον ὁ ᾅδης στένων βοᾷ· Συνέφερέ μοι, εἰ τόν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα μή ὑπεδεξάμην· ἐλθών γάρ ἐπ᾽ ἐμέ τό κράτος μου ἔλυσε· πύλας χαλκᾶς συνέτριψε· ψυχάς, ἅς κατεῖχον τό πρίν, Θεός ὤν ἀνέστησε. Δόξα, Κύριε, τῷ σταυρῷ σου καί τῇ ἀναστάσει σου».
Σήμερα ὁ ἅδης, στενάζοντας βοᾶ: Θά ἦταν συμφερότερο γιά μένα, ἄν δέν ὑποδεχόμουνα τήν ψυχή ἐκείνου, πού γεννήθηκε ἀπό τή Μαρία· διότι, ἐλθών σέ μένα, κατέλυσε τό κράτος μου· συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες τοῦ βασιλείου μου· τίς ψυχές, τίς ὁποῖες προηγουμένως κατεῖχα, σάν Θεός κραταιός ἀνέστησε. Δόξα, Κύριε, στό σταυρό καί τήν Ἀνάστασή σου.
Τό θρηνολόγημα τοῦ ἅδη εἶναι ἀπελπιστικό. Μιά μέρα ἀναπάντεχα δέχτηκε στό σκοτεινό ἄντρο του μιά περίεργη ψυχή. Φαινομενικά ἔμοιαζε σάν ὅλες τίς ἄλλες ἀνθρώπινες ψυχές. Ὅμως δέν ζήτησε νά καταγραφεῖ στά κατάστιχά του, πληρώνοντας τό φόρο τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως. Ὅταν τήν καλοεῖδε, ἔφριξε! Εἶδε μέσα της ν᾽ ἀστράφτει ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ. Μαζί της ἑνωμένος ἦταν ὁ Θεός! Ἄρχισε νά κλαίει γοερά ὁ ἄλλοτε ἀδυσώπητος δυνάστης καί νά φωνάζει δυνατά:
Καλύτερα ἦταν γιά μένα νά μή δεχόμουνα τόν Υἱό τῆς Μαρίας, πού ἦταν συνάμα καί Υἱός τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅταν τόν δέχτηκα, ἡ δύναμή του κατέλυσε τό κράτος μου, ἀφάνισε τή δύναμή μου, σώριασε σ᾽ ἐρείπια τό βασίλειό μου, συντρίβοντας τίς χάλκινες ἀμπάρες του. Τίς ψυχές, πού τόσο ἐπιμελῶς φύλαγα στά σπλάχνα μου κι ἡδονιζόμουν νά τίς κρατῶ φυλακισμένες, τίς ἀνέστησε. Τί μοῦ ἀπομένει, πλέον;
Οἱ πιστοί, μπροστά στό θρηνολόγημα τοῦ ἅδη, μέ γλυκιά χαρά ἀναφωνοῦν. Δόξα, Κύριε, στό πάθος καί στήν Ἀνάστασή σου, πού ἔγιναν αἰτία συντριβῆς τοῦ βασιλείου τοῦ θανάτου!
Στίχ. «Αἰνεῖτε τόν Κύριον, πάντα τά ἔθνη, ἐπαινέσατε αὐτόν, πάντες οἱ λαοί».
Αἰνεῖτε τόν Κύριο ὅλα τά ἔθνη, ὑμνήσατε αὐτόν ὅλοι οἱ λαοί.
«Σήμερον ὁ ᾅδης στένων βοᾷ· Κατελύθη μου ἡ ἐξουσία· ἐδεξάμην θνητόν ὥσπερ ἕνα τῶν θανόντων· τοῦτον δέ κατέχειν ὅλως οὐκ ἰσχύω, ἀλλ᾽ ἀπολῶ μετά τούτου ὧν ἐβασίλευον· ἐγώ εἶχον τούς νεκρούς ἀπ᾽ αἰῶνος, ἀλλά οὗτος ἰδού πάντας ἐγείρει. Δόξα, Κύριε, τῷ σταυρῷ σου καί τῇ ἀναστάσει σου».
Σήμερα ὁ ἅδης στενάζοντας βοᾶ: Ἡ ἐξουσία μου καταλύθηκε· δέχτηκα μέσα μου θνητόν σάν ἕναν ἀπ᾽ αὐτούς πού πεθαίνουν· αὐτόν ὅμως δέν ἔχω διόλου τή δύναμη νά κρατήσω, ἀλλά μαζί του θά χάσω κι αὐτούς πάνω στούς ὁποίους βασίλευα· ἐγώ εἶχα στήν ἐξουσία μου τούς νεκρούς, πού πέθαιναν ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά νά, αὐτός ἀνασταίνει τούς πάντες. Δόξα, Κύριε, στό σταυρό καί τήν Ἀνάστασή σου.
Τό πικρό θρηνολόγημα τοῦ ἅδη συνεχίζεται. Κλαίει ὁ ψευτοκολοσσός τῆς ἀδικίας στά συντρίμματα τῆς ἐξουσίας του. Τί ἔπαθα, ἀλήθεια; μονολογεῖ· δέχτηκα μέσα μου ἕνα φαινομενικά κοινό θνητό. Ὅμως δέν ἔχω τή δύναμη νά τόν κρατήσω. Εἶναι πολύ ἰσχυρότερός μου. Εἶναι ἄνθρωπος μέ τό Θεό μαζί! Φοβᾶμαι ὅτι ὄχι μόνο αὐτόν θά χάσω, ἀλλά μαζί του θά χάσω καί ὅλους τούς ἄλλους, πού ὥς τώρα ἀνενόχλητα κρατοῦσα. Ἐγώ τούς φύλαγα ἐπιμελῶς στό σκοτεινό ἄντρο μου· καί ἔρχεται αὐτός νά τούς ἐλευθερώσει. Ἡ συντριβή μου εἶναι πλήρης καί τελειωτική. Χάθηκα στό μυστήριο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παρθένου!
Στά ἐρείπια τοῦ ἅδη ἀνθοῦν ὁ σταυρός καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Αὐτή δοξάζουν πανηγυρικά τά εὐσεβή μέλη τῆς Ἐκκλησίας!
Στίχ. «ὅτι ἐκραταιώθη τό ἔλεος αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς, καί ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μένει εἰς τόν αἰῶνα».
Διότι τό ἔλεος αὐτοῦ ἔγινε κραταιό σέ μᾶς καί ἡ ἀξιοπιστία τοῦ Κυρίου μένει παντοτινά.
«Σήμερον ὁ ᾅδης στένων βοᾷ· Κατεπόθη μου τό κράτος· ὁ ποιμήν ἐσταυρώθη καί τόν Ἀδάμ ἀνέστησεν· ὧν περ ἐβασίλευον ἐστέρημαι, καί οὕς κατέπιον ἰσχύσας, πάντας ἐξήμεσα· ἐκένωσε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς· οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τό κράτος. Δόξα, Κύριε, τῷ σταυρῷ σου καί τῇ ἀναστάσει σου».
Σήμερα ὁ ἅδης στενάζοντας βοᾶ: Ἀφανίστηκε τό κράτος μου· ὁ ποιμένας (ὁ Χριστός) σταυρώθηκε καί ἀνέστησε τόν Ἀδάμ· στερήθηκα τούς ὑπηκόους μου· καί ὅσους μπόρεσα ὥς τώρα νά καταπιῶ, ὅλους τούς ἀπέβαλα. Ἄδειασε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς Θεάνθρωπος. Δέν ἔχει πλέον ἰσχύ ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου. Δόξα, Κύριε, στό σταυρό καί τήν Ἀνάστασή σου.
Θρηνολογώντας ὁ ἅδης, κηρύσσει ἄθελά του τίς μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστης. Τό κράτος μου ἀφανίστηκε μέ τήν ἐπίσκεψη τοῦ παράδοξου νεκροῦ. Ὁ ποιμένας ὁ καλός σταυρώθηκε, καί τό παραπλανηθέν πρόβατο, ὁ Ἀδάμ, ἀναστήθηκε· ἐγώ ἔχω ὁριστικά στερηθεῖ τούς ὑπηκόους μου καί ὅσους μπόρεσα ὥς τώρα νά καταπιῶ, ὅλους τούς ἀπέβαλα. Ὁ Υἱός τῆς Παρθένου μέ ἀνακάτεψε καί τό στομάχι μου δέν μπόρεσε νά κρατήσει τό μακάβριο περιεχόμενό του. Τό πιοτό τῆς ἀθανασίας ἦταν πολύ πικρό γιά μένα. Ἀπέβαλα ὅλες τίς κατεχόμενες ψυχές. Ἄδειασε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος δέν ἰσχύει πιά. Παρέλυσαν τά δεσμά του, μέ τά ὁποῖα τύλιγε τό γένος τῶν θνητῶν. Ἡ ἀθανασία νίκησε τή νέκρωση, ἡ ἀφθαρσία τή φθορά! Δόξα, Κύριε, στό σταυρό καί τήν Ἀνάστασή σου!
«Τήν σήμερον μυστικῶς ὁ μέγας Μωϋσῆς προδιετυποῦτο λέγων· Καί εὐλόγησεν ὁ Θεός τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην. Τοῦτο γάρ ἐστι τό εὐλογημένον Σάββατον· αὕτη ἐστίν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, διά τῆς κατά τόν θάνατον οἰκονομίας τῇ σαρκί σαββατίσας· καί εἰς ὅ ἦν πάλιν ἐπανελθών διά τῆς ἀναστάσεως, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωήν τήν αἰώνιον ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
Ὁ μέγας Μωυσῆς προδιατύπωνε μυστικῶς τή σημερινή ἡμέρα, λέγοντας: Καί ὁ Θεός εὐλόγησε τήν ἡμέρα τήν ἑβδόμη· διότι αὐτή εἶναι τό εὐλογημένο (ἀπό τό Θεό) Σάββατο· αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως, κατά τήν ὁποία ξεκουράστηκε ἀπό ὅλα τά ἔργα του ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, σαββατίσας (ἀναπαυθείς) διά τοῦ θανάτου τῆς σαρκός του, σύμφωνα μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· καί διά τῆς Ἀναστάσεώς του ἐλθών καί πάλι σ᾽ ἐκεῖνο πού ἦταν προηγουμένως, μᾶς χάρισε τήν αἰώνια ζωή, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
Τήν ταφή τοῦ Κυρίου προδιατύπωσε μυστικά ὁ μέγας προφήτης Μωυσῆς, μέ ὅσα ἔγραψε γιά τό πρῶτο σάββατο, τήν ἡμέρα τήν ἑβδόμη, μετά τό πέρας τῆς δημιουργίας: «Καί εὐλόγησε ὁ Θεός τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην καί ἡγίασεν αὐτήν».
Αὐτά ὁ ὑμνογράφος τά ἐφαρμόζει στόν ἐνταφιασμό τοῦ Κυρίου. Αὐτό εἶναι τό εὐλογημένο Σάββατο, ἀναφωνεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως, κατά τήν ὁποία ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ περάτωσε τό ἔργο τῆς λυτρωτικῆς θείας οἰκονομίας, ξεκουράστηκε σωματικῶς στόν τάφο, μετά τό πάθος καί τό θάνατό του. Παραβάλλεται, λοιπόν, ἡ πρώτη κατάπαυση τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ, πρός τή δεύτερη κατάπαυση τοῦ λυτρωτῆ Θεοῦ. Ἄλλη κατάπαυση δέν ὑπάρχει. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς δημιουργίας εἶναι ὁριστική καί ἀμετάκλητη. Τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τῆς ταφῆς του ὁ Χριστός, καί ἀφοῦ ἔχει προηγουμένως νικήσει ὁλοσχερῶς τόν ἅδη, θ᾽ ἀναστηθεῖ ἐκ τῶν νεκρῶν, δοξασμένος καί ἄφθαρτος, ἀφοῦ ἀποβάλει τά σημάδια τῆς κατά σάρκα οἰκονομίας, τά ἀδιάβλητα πάθη καί τή φθαρτότητα γενικά τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Θά ἐπανέλθει λοιπόν στήν πρό τῆς θείας οἰκονομίας κατάσταση, στούς μακάριους κόλπους τῆς Τριάδας, κομίζοντας ὅμως μαζί του καί τήν ἀνθρώπινη φύση του, ἀπό τήν ὁποία οὐδέποτε θά ἀποχωριστεῖ. Αὐτό εἶναι τό μέγα θαῦμα τῆς λυτρώσεως: Ἡ αἰώνια ἐγκαθίδρυση τοῦ ἀνθρώπου στήν Τριάδα, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει αὔξηση τῶν ὑποστάσεων τῆς Τριαδικῆς Θεότητας. Δέ θά γίνουν δηλαδή τέσσερις οἱ ὑποστάσεις. Ἡ ἀνθρώπινη φύση θά εἶναι ἑνωμένη μέ τή θεότητα τοῦ Λόγου καί τίποτα περισσότερο.

Ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

 









«Ποιος μπορεί να περιγράψει τη δύναμη του Κυρίου και να κάνει ακουστούς τους ύμνους που Του ταιριάζουν» (Ψαλμ. 105, 2). Να λοιπόν που έφτασε η σωτήρια εορτή που ποθούσαμε, η μέρα που αναστήθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, το θεμέλιο της ειρήνης, το σημείο απ’ το οποίο άρχισε η συμφιλίωσή μας με το Θεό, που εξαφανίστηκαν οι πόλεμοι, που καταργήθηκε ο θάνατος, που νικήθηκε ο διάβολος. Σήμερα οι άνθρωποι πανηγυρίζουν με τους αγγέλους, και εκείνοι που έχουν σωματική υπόσταση υμνούν τον Θεό μαζί με τις ασώματες δυνάμεις. Σήμερα καταλύεται η τυραννία του διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τα δεσμά του θανάτου, αφανίστηκε η κυριαρχία του Άδη. Σήμερα είναι ευκαιρία να αναφέρουμε πάλι τα προφητικά εκείνα λόγια: «Τι έγινε θάνατε, το κεντρί σου; Τι έγινε άδη η κυριαρχία σου;». Σήμερα ο Κύριος μας, ο Χριστός, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και εξαφάνισε τον θάνατο. Ακόμη και το όνομά του τού άλλαξε, γιατί δεν τον λέμε πλέον θάνατο, αλλά κοίμηση και ύπνο. Προτού δηλαδή να έλθει στη γη ο Χριστός και προτού να φροντίσει με τη σταυρική Του θυσία για τον άνθρωπο, προκαλούσε φόβο ακόμη και η λέξη θάνατος.
Γιατί ο πρωτόπλαστος άνθρωπος καταδικάστηκε ν’ ακούει τη λέξη αυτή σαν κάποια μεγάλη τιμωρία, «Την ημέρα κατά την οποία θα φας από αυτόν τον καρπό, θα τιμωρηθείς με θάνατο». Και ο μακάριος Ιώβ μ’ αυτήν τη λέξη ανέφερε το θάνατο και είπε: «Ο θάνατος είναι για τον άνθρωπο ανάπαυση». Και ο προφήτης Δαβίδ είπε: «Κακός είναι ο θάνατος των αμαρτωλών». Τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα δεν τον έλεγαν μόνο θάνατο, αλλά και άδη. Γι’ αυτό πρόσεξε τι λέει ο πατριάρχης Ιακώβ: «Θα κατεβάσετε τα γηρατειά μου με λύπη στον άδη». Και ο προφήτης πάλι: «Ο άδης άνοιξε ολάνοιχτα το στόμα του». Και άλλος προφήτης πάλι λέει: «Θα με σώσει απ’ τον άδη που βρίσκεται στο κατώτατο μέρος». Πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης θα βρεις που αναφέρουν την αναχώρηση από τούτη τη ζωή ως θάνατο ή άδη. Από τότε όμως που ο Χριστός και Θεός μας προσέφερε τον Εαυτό Του για θυσία, και από τότε που έγινε η Ανάσταση, έβγαλε αυτές τι λέξεις και έφερε καινούρια και παράξενη κατάσταση στη ζωή μας. Γιατί από τότε, από την Ανάστασή του κι εξής, την αναχώρηση από αυτήν τη ζωή, δεν τη λέμε πια θάνατο, αλλά κοίμηση και ύπνο. Αλλ’ όμως, πώς μπορούμε να το αποδείξουμε αυτό; Άκουσε προσεκτικά τι λέει ο ίδιος ο Χριστός, «Ο φίλος μας ο Λάζαρος κοιμήθηκε, αλλά πηγαίνω για να τον ξυπνήσω». Όσο είναι δηλαδή εύκολο για μάς να ξυπνήσουμε και να σηκώσουμε όρθιο κάποιον που κοιμάται, τόσο εύκολο είναι και στον Κύριο όλων μας να αναστήσει νεκρό. Αλλά επειδή τα λόγια Του ήταν πρωτάκουστα και ασυνήθιστα, δεν τα κατανόησαν σωστά ούτε οι μαθητές Του, μέχρις ότου τα είπε πιο ξεκάθαρα, από συγκατάβαση για την αδυναμία τους, για να Τον κατανοήσουν. Και ο διδάσκαλος ολόκληρης της οικουμένης, ο μακάριος Παύλος, γράφοντας προς τους Θεσσαλονικείς λέει: «Δε θέλω να αγνοείται τι συμβαίνει με κείνους που κοιμήθηκαν, για να μη λυπάστε όπως και οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα». Και σε άλλο σημείο πάλι: «Άραγε και κείνοι που κοιμήθηκαν με πίστη και ελπίδα στο Θεό χάθηκαν;». Και πάλι: «Εμείς οι ζωντανοί, που απομείναμε εδώ, δε θα προφθάσουμε εκείνους που κοιμήθηκαν». Και σε άλλο σημείο ακόμη: «Όπως πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι να πιστεύουμε ότι ο Θεός θα πάρει μαζί του εκείνους που κοιμήθηκαν».
 
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος
 http://www.enoriaka.gr/index.php?option=content&task=view&id=481&Itemid=2

Ὁ Χριστός στόν Ἅδη

 



Ο  ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ (καὶ πῶς ὁ Ἅδης ἀνεγνώρισε τὰ τραύματα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε σῶμα, ἀλλὰ μόνο ψυχή)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

(Ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου:
«Οἱ Δεσποτικὲς Ἑορτές»)

.        Τί ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ τὸν Ἅδη καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτόν; Ὑπάρχουν πολλὰ χωρία τόσο στὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ἅδη. […] Ἡ λέξη Ἅδης στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν Ἑβραϊκὴ λέξη «Σεὼλ» ποὺ ἑρμηνεύεται ὡς ἄντρο, βάραθρο, ἄβυσσος, καὶ δηλώνει τὸ σκοτεινὸ καὶ ἀόρατο βασίλειο τῶν νεκρῶν, δηλαδὴ ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκονται τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν.

.          Ἡ λέξη Ἅδης προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία. Εἶναι ὁ Ἁΐδης καὶ Ἁϊδωνεύς, ὁ Υἱὸς τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ρέας, […] Ὁ Ἅδης ἔλαβε τὴν κυριαρχία τοῦ κάτω κόσμου, τοῦ κόσμου τῶν νεκρῶν, ὅπου ὑπάρχει πυκνὸ σκοτάδι. Ἐκεῖ δέχεται τοὺς νεκρούς, τοὺς ὁποίους ἐξουσιάζει. Φυσικά, τόσο ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅσο καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη δὲν δέχονται αὐτὲς τὶς θεωρίες γιὰ τὸν Ἅδη. Δὲν θεωροῦν ὅτι εἶναι κάποιος Θεὸς  ἀλλὰ ὅτι εἶναι τὸ κράτος καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου […] Δεδομένου μάλιστα ὅτι οἱ ψυχὲς δὲν εἶναι ὑλικές, ἀλλὰ ἄϋλες, δὲν μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε τὸν Ἅδη ὡς ἕναν ἰδιαίτερο τόπο.
.        Ἔτσι, λοιπόν, ἡ εἰκόνα τοῦ Ἅδου χρησιμοποιεῖται συμβολικὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ νὰ δηλωθῆ τὸ κράτος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου. […]  Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὁ Ἅδης δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἰδιαίτερος τόπος, ἀλλὰ ἡ κυριαρχία τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου. Οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ βρίσκονται στὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου, λέμε ὅτι βρίσκονται στὸν Ἅδη. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια πρέπει νὰ θεωροῦμε τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὅτι, δηλαδή, ὁ Χριστὸς μπῆκε στὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου, δέχθηκε νὰ πεθάνη, ὁπότε μὲ τὴν δύναμη τῆς θεότητός Του νίκησε τὸν θάνατο, τὸν κατέστησε ἐντελῶς ἀνίσχυρο καὶ ἀδύναμο, καὶ ἔδωσε τὴν δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο, μὲ τὴν δική Του δύναμη καὶ ἐξουσία, νὰ ἀποφεύγη τὴν κυριαρχία, τὴν ἐξουσία καὶ τὴν δύναμη τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου.
.            Γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη ἔχουμε μαρτυρία ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, στὴν ὁποία λέγεται: «Χριστὸς ἅπαξ περὶ ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπὲρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς προσαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθεὶς μὲν σαρκί, ζωοποιηθεὶς δὲ πνεύματι, ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν…» (Α´ Πέτρ. γ´ 18-19). Ἐδῶ φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ Χριστός, μὲ τὴν θεότητά Του, κατέβηκε στὴν φυλακὴ τῶν πνευμάτων, δηλαδὴ τῶν ψυχῶν, καὶ κήρυξε μετάνοια. Τὸ ἴδιο λέγει καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο στὴν ἴδια ἐπιστολή: «εἰς τοῦτο γὰρ καὶ νεκροῖς εὐηγγελίσθη…» (Α´ Πέτρ. δ´ 6).
.         Στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη μὲ τὴν ἔννοια ὅτι εἰσῆλθε μέσα στὸ κράτος καὶ τὸ βασίλειο τοῦ θανάτου. Εἶναι συνταρακτικὰ τὰ τροπάρια ποὺ ψάλλονται κατὰ τὸν ἑσπερινὸ τοῦ Πάσχα, τὰ ὁποῖα ἀρχίζουν μὲ τὴν φράση “σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾶ”. Παρουσιάζουν, δηλαδή, τὸν Ἅδη νὰ φωνάζη μὲ στεναγμό. Μεταξὺ τῶν ἄλλων λέγει ὅτι κατελύθη ἡ ἐξουσία του, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἐλευθέρωσε ὅλους αὐτοὺς ποὺ κατεῖχε ἀπὸ αἰώνων. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια: “κατεπόθη μου τὸ κράτος, ὁ ποιμὴν ἐσταυρώθη καὶ τὸν Ἀδὰμ ἀνέστησεν, ὧνπερ ἐβασίλευον ἐστέρημαι, καὶ οὓς κατέπιον ἰσχύσας πάντας ἐξήμεσα, ἐκκένωσε τοὺς τάφους ὁ σταυρωθείς, οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τὸ κράτος”.

.          Πολὺ σημαντικὸς γιὰ τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι καὶ ὁ Κατηχητικὸς Λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ διαβάζουμε κατὰ τὴν θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων λέγεται ὅτι ὁ Ἅδης, ὅταν συνάντησε τὸν Χριστό, “ἐπικράνθη… κατηργήθη… ἐνεπαίχθη… ἐνεκρώθη… καθηρέθη… ἐδεσμεύθη”. Στὴν συνέχεια λέγεται ὅτι ὁ Ἅδης, μὲ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρό, ἔλαβε θνητὸ σῶμα καὶ βρέθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἔλαβε γῆ-χῶμα καὶ συνάντησε οὐρανό, ἔλαβε αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, δηλαδὴ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀνθρώπινη φύση, καὶ νικήθηκε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔβλεπε, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν θεότητα.
.         Τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη περιέγραψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σὲ ἕνα γνωστότατο τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα: “Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ, καὶ τριήμερος, ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς ἐξανέστης τοῦ τάφου”.
.          Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ἐπίσκοπος Κύπρου, σὲ σχετική του ὁμιλία κάνει μία θαυμάσια περιγραφὴ τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ συνέβησαν κατ’ αὐτήν, ἑρμηνεύοντας σχετικὸ ψαλμὸ τοῦ Δαυὶδ (κγ´ 7-10). Μὲ παραστατικὸ λόγο λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν Ἅδη “θεοπρεπῶς, πολεμικῶς… δεσποτικῶς”, συνοδευόμενος ὄχι ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων, ἀλλὰ ἀπὸ μύριες, μυριάδες καὶ χίλιες χιλιάδες ἀγγέλους. Προέφθασε ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριὴλ γιὰ νὰ τοὺς ἀναγγείλη τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἄλλωστε αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ εὐηγγελίσθη τὴν Παναγία. Εἶπε: “Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν”. Στὴν συνέχεια φώναξε ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ: “καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι”. Οἱ δυνάμεις τῶν ἀγγέλων εἶπαν: “ἀπόστητε, πυλωροί, οἱ παράνομοι”. Καὶ οἱ ἄλλες ἐξουσίες: “συντρίβητε αἱ ἁλύσεις οἱ ἄλυτοι… Φοβήθητε, τύραννοι οἱ παράνομοι”. Ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς καὶ προξένησε μεγάλο φόβο, ταραχὴ καὶ φρίκη. Ὁπότε οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἅδου φώναξαν δυνατά: “τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;” Τότε ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν φώναξαν: “Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ… Κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης” (Ψαλμ. κγ´, 7-10).
.           Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος περιγράφει θαυμάσια τὴν συνομιλία τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὸν Χριστό. Ὁ Ἀδὰμ ἄκουσε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐρχόταν, ὅπως τὰ ἄκουσε τότε στὸν Παράδεισο μετὰ τὴν παράβαση καὶ τὴν παρακοή. Τότε αἰσθανόταν ταραχὴ καὶ φόβο, τώρα ὅμως χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Μετανοημένος ὁ Ἀδὰμ φώναξε σὲ ὅλες τὶς ψυχές: “Ὁ κύριός μου μετὰ πάντων”. Καὶ ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: “Καὶ μετὰ τοῦ πνεύματός σου”. Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι, τὸν ἀνέστησε, ἀναφέροντάς του τί ἔκανε γιὰ τὴν σωτηρία του, καθὼς ἐπίσης γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
.          Ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν Ἅδη, εἰσῆλθε μέσα στὸ κράτος τοῦ διαβόλου μὲ σκοπὸ νὰ συντρίψη τὶς πύλες τοῦ Ἅδου, στὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ καταργήση τὸν θάνατο καὶ τὸ κράτος τοῦ διαβόλου[…] γιὰ νὰ κυριεύση καὶ νὰ ὑποδουλώση τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος τότε ἦταν ἄρχοντας τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου. […] γιὰ νὰ γεμίση τὰ πάντα μὲ τὸ φῶς τῆς θεότητός Του[…] γιὰ νὰ ἐπαναληφθοῦν καὶ νὰ γίνουν καὶ ἐκεῖ ὅσα ἔγιναν στὴν γῆ. Ὅπως στὴν γῆ κήρυξε τὴν εἰρήνη, ἔδωσε ἄφεση ἁμαρτιῶν ἔγινε αἰτία σωτηρίας γιὰ ὅσους πίστευσαν, ἀλλὰ καὶ ἔλεγχος ἀπιστίας γιὰ ὅσους ἀπείθησαν, τὸ ἴδιο ἔπρεπε νὰ γίνη καὶ στὸν Ἅδη[…]

.         Πῶς ὅμως ὁ Ἅδης ἀναγνώρισε τὰ τραύματα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε σῶμα, ἀλλὰ μόνο ψυχή;  Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ τίθεται γιατί σὲ ἕνα τροπάριο τοῦ Μ. Σαββάτου λέγεται ὅτι ὁ Ἅδης ἐπικράνθη βλέποντας ἄνθρωπο θνητὸ ποὺ εἶχε θεωθῆ καὶ ἦταν γεμάτος ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ Σταυροῦ. “Ὁ Ἅδης, Λόγε, συναντήσας σοι, ἐπικράνθη, βροτὸν ὁρῶν τεθεωμένον, κατάστικτον τοῖς μώλωψι καὶ πανσθενουργόν, τῷ φρικτῷ τῆς μορφῆς δὲ διαπεφώνηκεν”. Δηλαδή, ὁ Χριστός, καίτοι ἦταν γεμάτος ἀπὸ πληγές, ταυτόχρονα ἦταν παντοδύναμος.
.        Στὸν Ἅδη κατέβηκε ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὴν θεότητα, ὁπότε, οἱ πληγὲς ποὺ εἶχε ὁ Χριστὸς ἦταν ἢ πληγὲς τῆς ψυχῆς ἢ πληγὲς τῆς θεότητος. Τὸ δεύτερο ἀποκλείεται, ὁπότε πρέπει νὰ ὁμολογηθῆ ὅτι ἦταν πληγὲς τῆς ψυχῆς. Ἀλλά, πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ πληγὲς τοῦ σώματος, ποὺ ἔγιναν πάνω στὸν Σταυρὸ νὰ θεωρηθοῦν καὶ πληγὲς τῆς ψυχῆς;
.        Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Πάθους, ὅταν ἔπασχε τὸ σῶμα, δὲν συνέπασχε ἡ θεότητα, ἀλλὰ παρέμεινε ἀπαθής. Ὅμως, μαζὶ μὲ τὸ σῶμα συνέπασχε καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ἐξηγεῖ ὅτι ἄλλες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς ἐνεργοῦν χωρὶς τὴν συνέργεια τοῦ σώματος, ὅπως ὁ νοῦς, ἡ διάνοια ποὺ ἐνεργοῦν καὶ ὅταν ἠρεμῆ τὸ σῶμα, καὶ ἄλλες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, ὅπως ἡ φαντασία καὶ ἡ αἴσθηση δὲν μποροῦν νὰ ἐνεργοῦν χωρὶς τὸ σῶμα. Ἔτσι, ὅταν μαστιγωνόταν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε οἱ τύποι καὶ οἱ ἀμυδρὲς φαντασίες τῶν μαστίγων καὶ τῶν παθῶν χαράσσονταν καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως, τὰ σημάδια τοῦ σώματος διαβιβάστηκαν καὶ στὴν ψυχή, καὶ αὐτὰ εἶδε ὁ Ἅδης. Ἄλλωστε, αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἔπραξαν τὰ φαῦλα καὶ πονηρὰ θὰ ἀναστηθοῦν εἰς ὀνειδισμὸν καὶ αἰσχύνην “ἐνορῶντες ἐν ἑαυτοῖς τὸ αἶσχος καὶ τοὺς τύπους τῶν ἡμαρτημένων”… Πάντοτε θὰ ὑπάρχουν στὴν μνήμη τῆς ψυχῆς τὰ ἴχνη τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἔγιναν μὲ τὸ σῶμα τους, σὰν μία βαφὴ ποὺ δὲν ξεπλένεται καὶ δὲν ξεβάφει ποτέ.

Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, νέκρωση τοῦ Θανάτου

 





Το Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
μοτ. Καθηγ. Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. θηνν

Τ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς στορίας: νάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς μέσα στὴν στορία. Εἶναι αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὸν Χριστιανισμὸ π ποιαδήποτε λλη θρησκεία. Οἱ λλες θρησκεῖες χουν ρχηγος θνητούς, ν κεφαλὴ τῆς κκλησίας εἶναι ναστημένος Χριστός. «νάσταση τοῦ Χριστοῦ» σημαίνει θέωση καὶ νάσταση τῆς νθρώπινης φύσεως καὶ λπίδα τῆς θέωσης καὶ νάστασης τῆς δικῆς μας ποστάσεως. φο βρέθηκε τὸ φάρμακο, πάρχει λπίδα ζωῆς.

Δι τς ναστάσεως το Χριστο ποκτ λλο νόημα κα ζω κα θάνατος. Ζω σημαίνει κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Δὲν εἶναι πλέον θάνατος τὸ τέλος τῆς παρούσας ζωῆς, λλ πομάκρυνση τοῦ νθρώπου π τὸν Χριστό. χωρισμὸς τῆς ψυχῆς π τὸ σῶμα δὲν εἶναι θάνατος, λλ προσωρινὸς πνος. 

νάσταση τοῦ Χριστοῦ δικαιώνει τὴν μοναδικότητα καὶ ποκλειστικότητά Του ς Σωτήρα, κανο νὰ ζωοποιήσει ληθινά, νὰ μεταγγίσει τὴν καταλύτρια τοῦ θανάτου Ζωή Του στὴ φθαρτὴ ζωή μας. νας Χριστός, μία νάσταση, μία καὶ δυνατότητα σωτηρίας-θέωσης. Γι’ αὐτὸ καὶ προσανατολίζεται στὸν Χριστὸ προσδοκία γιὰ τὴν πέρβαση τῶν διεξόδων ποὺ συμπνίγουν τὴν ζωή μας. Στὸν Χριστὸ τῶν γίων, τὸν Χριστὸ τῆς στορίας. 

λλοιωμένος «Χριστς» τν αρέσεων «σχετικοποιημένος» Χριστς το θρησκειακο συγκρητισμο τς νεοεποχικς πανθρησκείας συνιστ πόρριψη το ληθινο Χριστο κα τς προσφερόμενης π Ατν Σωτηρίας. Χριστὸς τῶν γίων μας εἶναι Χριστὸς καὶ τῆς στορίας καὶ ποκλείει κάθε σύγχυσή Του μὲ ποιαδήποτε λυτρωτικὰ ποκατάστατα ποὺ πινοονται γιὰ τὴν παραπλάνηση τῶν μαζῶν. Διότι μόνο τσι μπορεῖ πλάνη νὰ συντηρεῖ τὴν πάτη, διευκολύνοντας τὴν κυριαρχία ντίχριστων δυνάμεων (μπορεῖ νὰ χουν εἰσχωρήσει κόμα καὶ στὴν κκλησία) ποὺ σκορπίζουν μὲν τὸν θάνατο, λλ μφανίζονται ς «γγελοι φωτὸς» καὶ «διάκονοι δικαιοσύνης».

Μέσα π τν μπειρία τν γίων μας συνειδητοποιομε τι δν πάρχουν τραγικότερες πάρξεις π τος «μ χοντας λπίδα» – λπίδα νάστασης, βλέποντας τν βιολογικ θάνατο ς καταστροφ κα τέλος. Σ’ αὐτὴ τὴν τραγικότητα ποκύπτει δυστυχῶς καὶ πιστήμη, ναζητώντας πεγνωσμένη μεθόδους γιὰ παράταση τῆς ζωῆς καὶ μεταδίδοντας τὴν ψευδαίσθηση περνίκησης τοῦ φυσικοῦ θανάτου. ξ σου μως τραγικοὶ εἶναι καὶ σοικόμη καὶ Χριστιανοὶ – παγιδεύονται στὰ στεγανὰ χιλιαστικῶν ραμάτων καθολικῆς εὐημερίας καὶ νδοκοσμικς σχατολογίας, χάνοντας τὸ ληθιν νόημα τῆς νάστασης καὶ θυσιάζοντας τὸ περκόσμιο στὸ νδοκομικ καὶ τὸ αἰώνιο στὸ πρόσκαιρο.

νάσταση το Χριστο ς νάσταση κα το νθρώπου κα σύνολης τς κτίσης ποκτ νόημα μόνο στ πλαίσιο τς γιοπατερικς σωτηριολογίας. Στ συσταύρωση δηλαδὴ καὶ συνανάσταση μὲ τὸν Χριστό. τσι βιώνει τὴν νάσταση καὶ λληνισμς στὴν στορική του πορεία. Πιστὴ στὴν νάσταση τοῦ Χριστοῦ ρθοδοξία, χει χαρακτηριστεῖ «κκλησία τῆς ναστάσεως», διότι οἰκοδομεῖ κε λη τὴν στορική της παρουσία, μβολιάζοντας στὴ συνείδηση τῶν Λαῶν της τὴν ναστάσιμη λπίδα, κάτι ποὺ φανερώνεται στὴν πολιτιστική της συνέχεια. νάμεσά τους καὶ λληνικς Λαὸς μαθε νὰ διαλύει στὸ Φῶς τῆς νάστασης τὰ σκοτάδια τῆς δουλείας του, πως στὴν Τουρκοκρατία, ταν στὸ «Χριστὸς νέστη» δὲν πόσταινε νὰ προσθέτει: «καὶ λλς νέστηΚαὶ αὐτὸ γιὰ τετρακόσια χρόνια….

Σ ατ τ νοηματικ πλαίσιο κινεται λπιδοφόρα κείνη πρόσκληση: «Δετε λάβετε Φς!». Εναι πρόσκληση στὸ ναστάσιμο κτιστο Φῶς, ποὺ τὸ δέχονται σοι χουν καθαρίσει τὴν καρδιά τους π τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη. Χωρὶς τὴν «κάθαρση» τῆς καρδιᾶς, δηλαδή, τὴ μετάνοια, δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνήσει κάποιος τὸ ναστάσιμο Φῶς. Μετάνοια εἶναι πέρβαση τῆς μαρτίας, τῆς αἰτίας κάθε θανάτου μας. Αὐτὸ μᾶς πενθυμίζει διαρκῶς περίεργος στὰ τα τῶν μύητων μοναστηριακὸς λόγος: «, ν πεθάνεις πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις ταν πεθάνεις»! Χριστὸς νέστη !!

 Πηγή: christianvivliografia.wordpress.com)
http://www.alopsis.gr/alopsis/anastas3.htm