Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Τὸ φῶς τῆς ἐσταυρωμένης Ἀγάπης




Μεγάλη Παρασκευή. Πένθος βα­θὺ καὶ ἱερὸ στὶς ἐκκλησίες. Καθὼς ἀ­­­τενίζουμε σιωπηλοὶ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, τὸν Βασιλέα τῆς ­δόξης, ὑψωμένο στὸν Τίμιο Σταυρό Του μὲ ἁ­­­­πλωμένα τὰ ἄχραντα χέρια Του, ­ἔρχεται στὸ νοῦ μας μιὰ λέξη μοναδική: «ΑΓΑΠΗ».
   Ναί! Εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος ἡ ­μεγάλη μας Ἀγάπη. Ποὺ μᾶς τὴν ἀπέδειξε καὶ τὴν ὑπέγραψε «βαφαῖς ἐρυθραῖς», μὲ τὸ πορ­φυρένιο πάντιμο Αἷμα Του πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Του. Καὶ τὴν ἀκτινοβόλησε μὲ μοναδικὴ λάμψη.
   Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ποὺ ἔκαμε τὸν Κύριο νὰ ὑπακούει ἀπόλυτα στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα Του. Νὰ ἀφήνει τὰ οὐράνια σκηνώματα καὶ νὰ ἔρχεται νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας, νὰ περπατήσει στὴ μολυσμένη γῆ μας, νὰ ἀναστραφεῖ μὲ μᾶς τοὺς ἀποστατημένους καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μὲ τὴ γλυκύφθογγο καὶ φωτιστικὴ διδασκαλία Του, μὲ τὰ ἀναρίθμητα θαύματά Του καὶ προπαντὸς μὲ τὸ πανάγιο παράδειγμα τῆς ἀναμαρτήτου ἀναστροφῆς Του νὰ μᾶς ἀνοίγει δρόμους ἐλευθερίας καὶ σωτηρίας παρέχοντας τὸν ἑαυτό Του πρότυπο γιὰ μᾶς. 

   Καὶ τώρα, στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του, ὁ Κύριος καλεῖται, ἐπειδὴ σφόδρα μᾶς ἀγαπᾶ, νὰ ὑπακούσει στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα Του καὶ νὰ πιεῖ τὸ κατάπικρο ποτήριο τοῦ θανάτου καὶ μάλιστα τοῦ θανάτου τοῦ Σταυροῦ. Δηλαδὴ καταδέχεται νὰ πεθάνει μὲ θάνατο μαρτυρικὸ καὶ ὀδυνηρό, θάνατο ποὺ προοριζόταν γιὰ τοὺς μεγαλύτερους ἐγκληματίες, καὶ νὰ καρφωθεῖ πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ὁ Κύριος, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, δέχεται ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ χαρὰ νὰ πεθάνει «ὑπὲρ ἡμῶν» καὶ «ἀντὶ ἡμῶν». Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 22), καταδέχθηκε νὰ λογισθεῖ καὶ νὰ τιμωρηθεῖ ὡς ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ σηκώ­σει ἐπάνω Του τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ γιὰ τὴν ἐνοχὴ αὐτὴ δοκιμάζει ὡς ἄνθρωπος – γιὰ χάρη μας – τὶς δραματικὲς ἐκεῖνες ὧρες τῆς Σταυρώ­σεώς Του τὴν ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸν οὐ­ράνιο Πατέρα του, γεγονὸς ποὺ ­ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση τῆς ὀδύνης Του. Πα­ρὰ ταῦτα ὁ ἐσταυρωμένος Κύριος ἀδιαμαρτύρητα παραδίδει τὸ πνεῦμα Του στὸν Θεὸ Πατέρα μὲ τὴ γεμάτη ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη πρὸς Αὐτὸν φράση: «Πάτερ, εἰς χεῖ­ράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. κγ΄ [23] 46). Ἀπὸ ἀγάπη λοιπὸν ὁ Κύριος πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς θυσιάζεται στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ μᾶς σώσει.
   Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ ἐσταυρωμένου Κυ­ρίου φανερώνεται στὸ Γολγοθᾶ καὶ μὲ ἄλ­λες πτυχές. Ἐνῶ «πάσχει καὶ ὀδυνᾶται», ξεχνᾶ τοὺς πόνους Του καὶ εὐεργετεῖ τοὺς γύρω Του παρευρισκομένους μὲ σωτήρια εὐεργετήματα.
   Πόση ἀγάπη δὲν δείχνει πρὸς τὸν «ἐκ δεξιῶν» Του συσταυρωμένο ληστή, ποὺ συντετριμμένος Τὸν ἱκετεύει: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ΄ [23] 42). Ὁ Κύριος δέχεται τὴ μετάνοιά του καὶ μὲ στοργὴ μοναδικὴ τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ διαβόλου καὶ τὸν διαβεβαιώνει: «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. κγ΄ [23] 43). Ἀλήθεια σ’ τὸ λέω! Πίστεψέ το, σήμερα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πεθάνουμε, θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν Παράδεισο. 
   Πόση ἀκόμη ἀγάπη δὲν δείχνει ὁ Ἐ­­­σταυ­ρωμένος πρὸς τοὺς θεομάχους σταυ­ρωτές Του μὲ τὴ ­συγχωρητικότητά Του; Σὲ ὥρα ποὺ ὁ πυρετὸς τὸν ­κατακαίει καὶ φρικτὰ ὑποφέρει, καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ἀκούγονται βλασφημίες καὶ ὕ­­βρεις, ὁ Κύριος Ἰησοῦς λησμονεῖ καὶ πάλι τὸν ἑαυτό Του. Ὑψώνει τὸ βλέμμα Του πρὸς τὸν Οὐρανὸ καὶ ἀφήνει φωνὴ ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν γιὰ τοὺς ἐχθρούς Του. Προσεύχεται θερμὰ γι’ αὐτοὺς καὶ παρακαλεῖ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του λέγοντας: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποι­οῦσι» (Λουκ. κγ΄ [23] 34). Πατέρα μου οὐράνιε, ἄφησε, διάγραψε ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἄσπλαχνους θεοκτόνους ἐχθρούς μου τὸ φοβερό τους ἔγκλημα. Μὴν τοὺς τὸ ὑπολογίσεις! Συγχώρησέ τους. Τί ἔκ­ρηξη ἀφάτου φιλανθρωπίας καὶ ἀνεξικακίας δὲν κρύβει ἡ προσευχὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου! Μιὰ προσευχὴ εὐεργετική, ποὺ ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἐχθρούς Του ὅλων τῶν αἰώνων.
   Καὶ τέλος, πόση δὲν εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου καὶ πρὸς τὴν Παν­αγία Μητέρα Του! Ἐκεῖνος ποὺ νομο­θέτησε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν τιμὴ πρὸς τοὺς γονεῖς θέλει νὰ ἀσφαλίσει σὲ χέρια ἱερὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.­ Στρέφεται πρὸς τὴν θρηνωδοῦσα ­πανάχραντο ­Μητέρα Του, ποὺ ἔστεκε ὄρθια στὴ βάση τοῦ Σταυροῦ Του, καὶ τῆς λέει: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» (Ἰω. ιθ΄ [19] 26). Καὶ στρέφεται στὸν Ἰωάννη, ποὺ παρέστεκε δίπλα της, καὶ τοῦ λέει: «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. ιθ΄ [19] 27). Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν θὰ εἶναι πλέον μόνη της ἡ πανάχραντη Κόρη τῆς Ναζαρέτ. Ὁ ἁγνότατος μαθητὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος θὰ τὴ φροντίζει μὲ ἀπέραν­το σεβασμὸ καὶ θὰ μαθητεύει κοντά της, στὴν ἀποθησαυρισμένη ἱερὴ ἐμπειρία της ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.
   Μεγάλη Παρασκευή. Ὅσοι θέλουμε νὰ ἀγα­πᾶμε εἰλικρινὰ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο ἂς Τὸν προσκυνήσουμε ἐφέτος μὲ συναισθήματα βαθύτερης εὐγνωμοσύνης ἀπὸ ἄλλοτε, γιὰ τὴ λύτρωση ποὺ μᾶς χάρισε ἡ μέχρι Σταυροῦ καὶ θανάτου ἀγάπη Του. Καὶ ἂς ἀνταποκριθοῦμε στὴ θεία Του ἀγάπη ἀκολουθώντας μὲ συνέπεια τὰ δικά Του ἴχνη (Α΄ Πέτρ. β΄ 21), ἀκτινοβολώντας γύρω μας τὸ φῶς τῆς δικῆς Του ἀγάπης. Μιὰ τέτοια στάση ζωῆς θὰ εὐφραίνει τὸν Ἐσταυρωμένο.

Ορθόδοξο περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ & ΔΙΚΑΙΩΣΗ

 



 ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ
ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΕΚΝΑ
2. Θεογνωσία και δικαίωση
1.Η προσευχή φέρνει την θεογνωσία.
Την θεογνωσία δεν την βρίσκαμε στα βιβλία με το διάβασμα, αλλά με την προσευχή με τα δάκρυα με τους στεναγμούς με τις πολύ σύντομες και πολύ μικρές προσευχές.
Ο επίσκοπος Θεοφάνης ήταν ένας υπέροχος παιδαγωγός. Αυτός λοιπόν υποστηρίζει την έξης ορθή παιδαγωγική αρχή: πρέπει να μάθομε τους ανθρώπους να προσεύχονται όχι μόνο με τον νου τους, αλλά και με όλες τους τις φλέβες. Ναι, πρέπει να μάθομε να προσευχώμεθα με όλες μας τις φλέβες και με όλα μας τα κόκαλα! Ο άνθρωπος πηγαίνει στον Θεό κάνοντας μια «έξοδο» από τον εαυτό του. Μια ηρωική έξοδο.
Πάντως οι μακρές προσευχές δεν είναι ορθόδοξες. Οι ετερόδοξες ομολογίες προσεύχονται με προσευχές μακροσκελείς και διανοητικές χωρίς την συμμετοχή της καρδιάς.Επί τρία χρόνια ήμουν υποχρεωμένος να πηγαίνω σε λατρευτικές εκδηλώσεις προτεσταντικές και λουθηρανικές, πού εγίνοντο σε γαλλική και γερμανική γλώσσα. Προσεύχονται λέγοντας κάθε φορά ότι τους έρθει! Βιβλία δεν παρακολουθούν! Ό,τι του καπνίζει του καθενός, το κάνει προσευχή! Κάτι μακρόσυρτα πράγματα, πού ανεβαίνουν σε κάτι τέτοια ύψη, πού μετά διερωτάσαι: και τώρα, πώς θα ξανακατεβεί; Ανάλογα είναι και τα κηρύγματα τους. Να διδάξεις κάποιον από αυτούς τους λουθηρανούς, προτεστάντες, και γενικά τους ετερόδοξους, να προσεύχονται ορθόδοξα; Αδύνατο!
Μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχονται οι άνθρωποι με σύντομες προσευχές: με την προσευχή του Ιησού ολόκληρη, ή μόνο με δυο λέξεις της! Αυτό είναι να κάμεις τις φλέβες και τα κόκαλά σου να προσεύχονται!
2. Ο επίσκοπος Θεοφάνης γράφει: «Προστάτευσε τον εαυτό σου με το ρολόι σου». Όπως σου όρισε ο πνευματικός σου. Σου όρισε να κάνης την πρωινή σου προσευχή επί 20 λεπτά; Είκοσι λεπτά πρέπει να στέκεσαι μπροστά στις εικόνες. Όχι για να κοιτάζεις τις εικόνες. Αλλά για να λέγεις επί 20 λεπτά την ίδια προσευχή. Αυτό είναι προσευχή. Αργά. Πολύ αργά. Ένα-ένα γράμμα. Για να ποτίζεται το μυαλό, ο νους
Να γιατί συμβουλεύει, κάθε άνθρωπος να έχει ένα κανόνα και να τον τηρεί! Βασιλεύ Ουράνιε, τέσσαρες φορές. Γιατί, όπως το ξέρετε, ο Θεός θέλει την καρδιά μας! Όχι προσευχές! Την καρδιά μας! Πρέπει λοιπόν να την μεταποιήσομε. Να την μετασχηματίσουμε. Να την μαλακώσομε. Να την κάνομε καρδιά πύρινη, ζεστή! Έτσι δεν είναι; Για να γίνει φλόγα. Κάρβουνο αναμμένο! Ό όσιος Σεραφείμ ήταν πραγματικά ένα κάρβουνο αναμμένο! Αυτό βέβαια τώρα δεν μπορείτε ούτε να το φανταστείτε. Στεκόταν με γυμνά τα πόδια στο χιόνι. Και γύρω του το χιόνι έλιωνε! Επειδή προσευχόταν. Γιατί ήταν μια φωτιά, πού κυριολεκτικά τα έκαιγε όλα! Αυτό είναι προσευχή. Προσευχή δεν σημαίνει άνοιξε κουβεντολόι με τον Θεό. Η προσευχή είναι φλόγα. Μια φλόγα πού καταβροχθίζει τα πάντα. Αυτή η φλόγα καθαρίζει. Ανακαινίζει. Ζωοποιεί. Από άρρωστο σε κάνει υγιή. Χωρίς φάρμακα. Μάθε να προσεύχεσαι. Και θα γίνεις καλά. Ή προσευχή, τον πιο καχεκτικό, άρρωστο, άβουλο άνθρωπο, τον κάνει γερό, δυνατό, υγιή, ανθεκτικό, ενεργητικό. Μόνο ή προσευχή. Μόνο αυτή. Η προσευχή πού βγαίνει από καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένην. Εδώ έγκειται το μυστικό της προσευχής.
Όποιος δεν προσεύχεται, με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο, είναι σαν να προσπαθεί να στηρίξει φασολιές σε πέτρινο τοίχο!
3. Άνομα προσευχόμαστε!
Ναι, άνομα προσευχόμαστε, όταν προσευχόμαστε σε κατάσταση ταραχής. Το αισθανόμαστε, ότι είναι τολμηρό αυτό πού ζητάμε- και όμως το ζητάμε! Έχομε χρέος να λέμε: «Γενηθήτω το θέλημα Σου»! Σε όλα Σε όλα. Σε όλα «γενηθήτω το θέλημα Σου»! Μα τα λόγια αυτά δεν μας αρέσουν!
Γιατί; Γιατί δεν έχομε ταπείνωση. Γιατί δεν έχομε υπακοή. Όταν λοιπόν προσευχόμαστε σ’ αυτή την κατάσταση, η κατάστασή μας δεν είναι δυνατό να μας αφήσει να αισθανθούμε στην προσευχή, ούτε χαρά, ούτε ησυχία. Αυτό είναι το βαρόμετρο της προσευχής. Βαρόμετρο της εισάκουσης των αιτημάτων μας είναι η ειρηνικότης, η ησυχία, η ήρεμη χαρά. Και όταν τέτοια ήσυχη χαρά δεν υπάρχει στην ψυχή μας, η προσευχή μας είναι άνομη. Γιατί και η θλίψη, ακόμη και η θλίψη, μπορεί να είναι νόμιμη, καλή προϋπόθεση προσευχής, όταν βέβαια δεν έχει την σκιά της ειδωλολατρικής έλλειψης ελπίδας.
Είμεθα βέβαια άνθρωποι. Μερικές φορές η λύπη μας δεν θεραπεύεται. Ούτε και όταν την προσφέρομαι στον Θεό με την προσευχή. Πάντως το καλλίτερο είναι να προσπαθούμε, να γκρεμίσομε αυτόν τον τοίχο, και να διαλύσομε αυτό το σύννεφο, της θλίψης, με την προσευχή του Ιησού και με τις εξίσου καρδιακές ευχές στην Παναγία: «Πολυεύσπλαχνε Δέσποινα, Παναγία, Πανάμωμε Παρθένε, Θεοτόκε Μαρία, Μητέρα σου Κυρίου, μη βδελύξη με, μη απόρριψης με, μη εγκαταλείπεις με. Γενού αντιλήπτωρ μου. Πρέσβευε. Εισάκουσόν μου, Βοήθει μοι. Βοήθει μοι. Συγχώρησόν μοι. Συγχώρησόν μοι». Κουραστική είναι η προσευχή αυτή. Μα την νικάει την λύπη.
Να την επαναλαμβάνεις, όσο πιο πολλές φορές μπορείς:
Γενηθήτω το θέλημα σου. Σε όλα. Σε όλα. Σε όλα.
Ναι, όπως και νάχουν τα πράγματα:
Γενηθήτω το θέλημα Σου. Σε όλα. Σε όλα. Σε όλα.
4. Ερώτηση: Πως μπορούμε να συμβιβάσομε την προσευχή του Ιησού με τις ιερές ακολουθίες;
Απάντηση: Είναι πολύ σοβαρό το θέμα αυτό. Και πρώτον. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να καταντήσομε να λέμε την ευχή μηχανικά. Λέγοντας την πρέπει να κλαίμε. Και να μην ανησυχής, αν τότε δεν ακούς τα άσματα και τα λόγια των Ιερών ακολουθιών. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να γίνει το εξής: Να γίνεται ταυτόχρονα δυο ειδών έργο: Τα αυτιά να ακούουν τα άσματα και τα διαβάσματα (συμμετοχή του εγκεφάλου), ενώ ή καρδιά θα κλαίει και θα στενάζει με την ευχή. Πρέπει να ανακατευτούν. Να γίνουν τα δύο ένα!
  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ Ο ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ. ΕΚΔΟΣΗ Γ. ΠΡΕΒΕΖΑ 1995

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

H θέαση του Μυστηρίου ως πράξη αποκαλυπτική στο Γρηγόριο Νύσσης

 
Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Επτάκυκλος 2,
(Φεβρουάριος 1996), σελ. 15-20
(Συνέδριο καθ Στυλιανού Παπαδόπουλου "Πατερικές Σπουδές: Γρηγόριος Νύσσης" Αθήνα, Σεπτέμβριος '94).
 
Eίναι γνωστό και κοινά σχεδόν παραδεκτό πως η χριστιανική φιλοσοφία κληρονόμησε από την αρχαία ελληνική, το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού. Το φως, άλλωστε, του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού χαμήλωσε, αλλά δεν έσβησε ποτέ. Οι προσωκρατικοί, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι σχολές τους και ιδιαιτέρως ο Νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου επηρέασαν βαθύτατα τη μεσαιωνική, βυζαντινή και δυτικοευρωπαϊκή, δηλαδή την πατερική και σχολαστική φιλοσοφία. Οι αρχαίοι Έλληνες διανοητές έθεσαν και συζήτησαν όλα τα μεγάλα οντολογικά, γνωσιολογικά και αξιολογικά προβλήματα· υπήρξαν οι πρωτοπόροι και αθλοφόροι του Λόγου. Στις πνευματικές φλέβες όλων των μεταγενέστερων -είναι αναντίλεκτο- τρέχει το δικό τους φιλοσοφικό αίμα, αφού μάλιστα κάθε πνευματικό γεγονός αποτελεί κρίκο μιας αλληλένδετης σειράς, μιας συνοδόντωσης και δεν υπάρχει τομή η αίμα σ' αυτή την αδιάκοπη εσωτερική σχέση(1).
Έτσι ο χριστιανισμός αναφορικά με το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού, θέτει ως αρχή εκείνη την ιδέα, που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει ο παγανιστικός στοχασμός: την άρση του "επέκεινα" του Θεού, την ουσιαστική ενότητα θείου και ανθρωπίνου. Η θεμελιώδης αυτή ιδέα είναι ότι ο Θεός, άνθρωπος εγένετο Από εδώ πηγάζει ο Ενισμός, γνώρισμα όχι μόνον της πατερικής και σχολαστικής, αλλά και όλης της νεότερης και σύγχρονης φιλοσοφίας.
Η πατερική φιλοσοφία, τώρα, είτε ως πρώιμη πατερική, δηλαδή ως ιερατικός γνωστικισμός, απολογητισμός και ορθόδοξη κατεύθυνση που έβλεπε ως αποστολή την υπεράσπιση της Αποκάλυψης από εξωτερικές και εσωτερικές επιθέσεις και διαμφισβητήσεις· είτε ως ύψιστη πατερική ή φιλοσοφία της Ακμής, ο οποία ύστερα από την καθιέρωση ανεξιθρησκίας -το 313- και την ιερά σύνοδο της Νίκαιας -το 325- ανέπτυξε ελεύθερα τη χριστιανική της αντίληψη· είτε ως όψιμη πατερική που συνέλεγε τη φιλοσοφική κληρονομιά και την παρέδιδε στους επόμενους διανοητές, αγωνίσθηκε να ερμηνεύσει έλλογα το χριστιανισμό και να δώσει αντικειμενικό περιεχόμενο στην πίστη. Δεν πρόκειται για αποκάλυψη νέων αληθειών αλλά για λογική τεκμηρίωση, περαιτέρω διάδοση και αφομοίωση του γνωστού πνευματικού αγαθού των Ελλήνων. Απολογητές και Αντιγνωστικοί, οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αντιοχείας -μεταξύ των οποίων και ο διαπρύσιος κήρυκας των χριστιανικών αληθειών Ιωάννης ο Χρυσόστομος- και οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αλεξανδρείας -μεταξύ των οποίων οι Καισαρείας Ευσέβιος και Μέγας Αθανάσιος-ήταν βαθείς μελετητές και γνώστες εγκρατείς όλης της προηγούμενης φιλοσοφικής και γενικότερα πνευματικής παράδοσης.
Το κύρος της Σχολής της Αλεξανδρείας, όμως, κορυφώνουν οι τρεις μεγάλοι φωστήρες της Καππαδοκίας: ο Μ. Βασίλειος, ο περί ου το παρόν Συνέδριο και ο λόγος, ο αδελφός του Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος (2), οι συνδεόμενοι με κοινή φιλία προς τον Ωριγένη και τη μέθοδο της αλληγορικής ερμηνείας των κειμένων.
Ο Γρηγόριος Νύσσης υπερακόντισε τους δύο άλλους Καππαδόκες σε θεωρητική δύναμη, η οποία δείχνεται και στη διαπραγμάτευση του προβλήματος των σχέσεων Γνώσης-Πίστης, ενός προβλήματος που κυριαρχεί σε όλη τη χριστιανική φιλοσοφία, στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης και στη φιλοσοφική ανθρωπολογία, που αποτελεί τη μεγάλη δόξα και το μέγα κατόρθωμα του Γρηγορίου.
Σχετικά με το πρόβλημα της γνώσης-πίστης, ενώ οι προηγούμενοι ταύτιζαν ή χώριζαν τη γνώση από την πίστη, ο Γρηγόριος επισημαίνει δυο διαφορές μεταξύ των απόψεων: Η πίστη προέρχεται από το Θεό, η γνώση από το λογικό· εκείνη απαντά σε θρησκευτικά ερωτήματα, η δεύτερη σε προβλήματα αφορώντα στον κόσμο. Αν, ωστόσο, η πίστη πηγάζει από την Αποκάλυψη και η γνώση από το λόγο, τη λογική και αν Αποκάλυψη και Λόγος κατάγονται από το Θεό, εξυπακούεται ότι δεν υφίσταται καμμία αντίθεση ανάμεσα στην πίστη και τη γνώση, αν και διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο της γνώσης είναι μια πρόταση που κατανοούμε, της πίστης όμως μια πρόταση, την οποία δεν κατανοούμε. Γι' αυτό η ίδια πρόταση δεν είναι δυνατόν να εννοηθεί, δηλαδή να γνωσθεί και συγχρόνως να γίνει πιστευτή (3).
Τη σημασία της φιλοσοφίας εντός της θεολογίας ο Γρηγόριος βλέπει συνοπτικά ως εξής: Πρώτον, η φιλοσοφία με το λογικό αποδεικτικό της χαρακτήρα, αποτελεί προϋπόθεση της θεολογίας· δεύτερον, της δίνει τη μέθοδο· τρίτον, εξάγει τα πορίσματα· και τέταρτον, ερμηνεύει την Αποκάλυψη με εικόνες. Τούτο καθίσταται δυνατόν, επειδή η γνώση ως βασική λειτουργία του πνεύματος είναι ( i ) είτε εποπτική που πηγάζει από τη νόηση ( intellectus ) είτε ( ii ) έλλογη που εκπηδά από το λόγο ( ratio ).
Στην ψυχή του Γρηγορίου ενοικεί μια ευσεβής πείνα για λογικές αποδείξεις. Αλλά χαρακτηριστικό είναι και για τη φιλοσοφική του Ανθρωπολογία και για τη Φιλοσοφία της Αποκάλυψης το ότι δέχεται στον περίφημο "Κατηχητικό Λόγο" του πως ο "ο λόγος είναι απαγής ": ο άνθρωπος, επειδή αποτελείται από σάρκα και ψυχή ανήκει τόσο στο βασίλειο του πνεύματος όσο και στο βασίλειο του σώματος και τα συνδέει
και τα δυο σε κόσμο. Όλη η εξέλιξη του ανθρώπου κατευθύνεται από την ψυχή, διανεμημένη απ' αρχής σε όλο το σώμα. Η ενέργεια, όμως, της ψυχής εκδιπλώνεται με την ανάπτυξη του ανθρώπου: " Ἐπειδή γάρ φθαρτή καί ἀσθενής ἡμῶν ἡ φύσις, διά τοῦτο ὠκύμορος ἡ ζωή, ἀνυπόσπαστος ἡ δύναμις, ἀπαγής ὁ λόγος..." (4), όπως λέγει στον "Κατηχητικό" του, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον κατά κόσμο και " ἐν τῷ κόσμῳ ζῶντα ἄνθρωπο καί στόν ἰδεώδη ". Ο εδώ είναι ατελής και παροδικός· ο ιδεώδης άνθρωπος είναι αιώνιος, ενιαίος και αδιάκριτος, μη χωρισμένος δηλαδή σε άρρεν και θήλυ· ο εγκόσμιος, αντίθετα, είναι "μεμειγμένος καί κεχυμένος εἰς αἴσθησιν ", κατά την πλατωνική και πλωτινική έκφραση. Η επιστροφή στο Θεό καθίσταται δυνατή μόνον, αν ο άνθρωπος αρνηθεί την αίσθηση και βυθισθεί στους χώρους εκείνης της εσωτερικότητας, όπου μπορεί να " ἰδεῖ " και να " θεασθεῖ ' τον ασύλληπτο και αόρατο.
Στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης ο Γρηγόριος πιστεύει ότι η γνώση του Θεού ως του Απολύτου, του Απείρου, του Υπερβατικού φθάνει στα όρια εκείνα που δε δύναται να δρασκελίσει ο ανθρώπινος λόγος. Προς το Επέκεινα οδηγούν βέβαια δύο δρόμοι: ο φιλοσοφικός και ο θρησκευτικός. Η φιλοσοφική γνώση οδηγεί λογικά και διαλεκτικά στην αλήθεια των χριστιανικών δοξασιών. Η θρησκευτική πίστη ανοίγει τους ορίζοντες να θεασθεί, να ιδεί άμεσα ο άνθρωπος το ανεννόητο Μυστήριο του Όντος και με αυτό τον τρόπο θέτει σε δεινή δοκιμασία την αντοχή της φιλοσοφικής γνώσης.
Αυτή η θέα ή θέαση, αυτή η θεωρία (5), είναι κοίταγμα χωρίς να βλέπουμε, σκέψη χωρίς να στοχαζόμαστε, σύλληψη χωρίς να νοούμε, διότι η Αποκάλυψη και ο Θεός είναι επέκεινα της γνώσης· δε συλλαμβάνονται με το νου και δεν εκφράζονται με τους ανθρώπινους λόγους. Στον περιώνυμο ύμνο του, πτήση μεγαλειώδους πνοής και σπάνιας φιλοσοφικής δύναμης, ο Γρηγόριος επιχειρεί να βιώσει το ʼγνωστο καινά αναδεχθεί μέσα του το ασύλληπτο βάθος του Μυστηρίου. Έτσι ο Γρηγόριος οικοδομεί ένα χριστιανικό Μυστικισμό που επηρέασε όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία και θεολογία - απορητική ή διαλεκτική- και μη, έως το μέγιστο φιλόσοφο-ποιητή H ö derling στον κύκλο των "Τιτάνων" του (6): "Ο βαθύνους Θεός αποστέργει το παράκαιρο φανέρωμα"! Η θέαση αυτή πηγάζει από την πενία του νου και την ένδεια του λόγου, που λειτουργούν ως κοφτερή επίγνωση ότι το Ουσιώδες, απουσιάζει, δε συλλαμβάνεται:
«Ὦ πάντων ἐπέκεινα ! Τί γάρ θέμις ἄλλο σέ μέλπειν ;
Πῶς λόγος ὑμνήσει σε; Σύ γάρ λόγῳ οὐδενί ρητός. Πῶς νοός ἀρθρήσει σε; Σύ γάρ νόῳ οὐδεν ί ληπτός Μοῦνος ἐών ἄφραστος · ἐπεί τέκες ὅσα λαλεῖται Μοῦνος ἐών ἄγνωστος · ἐπεί τέκες ὅσα νοεῖται Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει..» (7)
Ο Γρηγόριος εδώ μεταγράφει τη λογική χείρωση του Απόλυτου, που είναι αδύνατη, σε μυστική ανάγκη για το Θείο, σε μια άμεση εμ -βίωση του Θείου. Η μυστική τούτη ανάγκη ρήγνυται ως ακαταπάλαιστη νοσταλγία εκ του ανθρώπου, που είναι η μοναδική παρ-ουσία του Ουσιώδους, γίνεται θέα του Ουσιώδους και ως θέα, θεωρία ή θέαση μεταβάλλεται σε μια πράξη αποκαλυπτική του Μυστηρίου, συν-δετική με το Μυστήριο, τόσο πιο καρποφόρα όσο πιο οξεία είναι η απλήρωτη γνωστική δίψα και βαθιά αντίληψη πως ό,τι γνωρίζουμε είναι λίγο, ενώ ό,τι αγνοούμε είναι πολύ: ότι ενώπιον μας απλώνεται το μέρος, ότι το Όλον.
Η θέαση του Μυστηρίου μηδενίζει την απόσταση ανάμεσα στην ερώσα και ορώσα το απόλυτο ψυχή και το ερωμένο, που είναι το ίδιο το άπειρο, το ίδιο το επέκεινα. Θεώμεθα το υπέρ λόγον, την αρχέγονη αιτία πάντων, την αιώνια πηγή της ζωής. Η θέαση ως ο ευδαίμων οφθαλμός της αιωνιότητος, η μυστική θέα γίνεται "μείζων τοῦ λόγον " και πράξη αποκαλυπτική, αφού τελεσουργεί την κοινωνία της ψυχής και με το Υπέρτατο, την οικειώνει με το Μ ysterium Magnum του όντως Όντος και την εισάγει στο άδυτο, το άβατο, το αψηλάφητο φέγγος, είδος και κάλλος. Ο εξωτερικός οφθαλμός κλείνει και ανοίγει το έσω όμμα, το μόνο ικανό να ιδεί το αόρατο· το έσω ους, το μόνο ικανό να ακροασθεί " τόν σιγώμενον ὕμνον ", κατά τη φράση του Γρηγορίου· τον έσω νουν, το μόνο ικανό να διακρίνει πίσω από τα όντα το αιώνιο πρόσωπο του Θεού που είναι " σκιρτημός καί ἥπιον δάκρυ" και « πῦρ καταναλίσκον » ! Έτσι η θέαση του Όντος, η θεωρία του Θεού δεν είναι κατάσταση παθητική, αλλά ενέργεια, πράξη συνεγγισμού, δράση ποντισμού στην αλήθεια του Θεού, οδοιπορία προς τον ʼγνωστο, γνωριμία με την αμετασάλευτη Αρχή, λυτρωτικός τρόπος υπέρβασης της χοϊκής μας παρουσίας και ανύψωσης προς το Απρόσιτο, πηγή του μυστικιστικού βιώματος και βυθισμός σε μια σιωπηλή και ενδόμυχη προσευχή, άρρητη δόνηση από τον ασίγητο πόθο του Αιωνίου, εκβολή σε μια αίδια μακαριότητα, όπου ο έρως του θείου, η νοσταλγία του Υπερβατικού, ο Πόνος για το "πάντων ἐπέκεινα " πληρούται.
Αλλά η θέαση του Μυστηρίου είναι και υπό άλλη έννοια πράξη αποκαλυπτική. Εγείρει τη συνείδηση, τη μνει και την καθαιρεί και την μεταποιεί σε "δύναμιν εἰς ἐνέργειαν ἐλθοῦσαν " και " εἰς ὄψιν ὁρῶσαν " την αρμονία του κόσμου και τον εσωτερικό ρυθμό και το κάλλος του: όλα διηγούνται τη δόξα του Θεού και υμνούν ή αγγέλλουν την " ποίησιν τῶν χειρῶν " Του και "μεγαλύνουν τά ἔργα " Του: "Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει ", γράφει ο Γρηγόριος, "πάντα σε καί νοέοντα καί οὐ νοέοντα γεραίρει". Έτσι η ύπαρξη γαληνεύει μέσα σε μια σιωπηλή και καρποφόρα επίγνωση, ενωτιζόμενη το " σιγώμενον ὕμνον ", τους ιλαρούς τόνους και τις δοξαστικές της σοφίας του Θεού μελωδίες της φύσης, τη γλυκιά αρμονία των ουράνιων σφαιρών, τις μαρμαρυγές μιας αιώνιας ζωής, λουσμένης από τους θελκτικούς ήχους ποιας -αλήθεια- μουσικής συμφωνίας, θνητής φλυαρίας, μπροστά στη θέαση του Ψυχικού Σύμπαντος ; Με τη θέαση ευρύνονται οι διαστάσεις αυτού του εσωτερικού Σύμπαντος· θαυμασμός και δέος και γοητεία είναι τα συναισθήματα που μας καταφλέγουν Μέσα μας με τα χέρια της ευλαβικής πίστης, που προετοίμασε η θέαση, χτίζουμε τις ψηλές εκκλησιές και χωρίς πόδια ερχόμαστε κοντά Του. Μέσα μας: " Niergens, Gelibte, wird Weltsein als innen : πουθενά, ποθεινή μου, δεν εκτείνεται ο κόσμος εκτός από μέσα μας" τραγουδάει ο θεοφόρος μύστης και αποδημητής, ο ποιητής RΜ. Rilke (8). Μέσα μας "κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος» ! (9) Σωστά ψάλλει ο Δ. Σολωμός τον "έσω" άνθρωπο και επιχειρεί να αναγνωρίσει το σύμπαντα κόσμο και τα όντα μέσα μας, μέσα στην αιθρία του εαυτού μας, μέσα στο διάφωτο και στη διακριτική του λάμψη.
Η θέαση ως πράξη αποκαλυπτική μπορεί να ερμηνευθεί, προς τούτοις, ως μία Συνάντηση (10), βαθιά και αιφνίδια γνωριμία με το "μέγιστο μάθημα". Πρόκειται για τη θεία και ευλογημένη στιγμή του εξαίφνης φωτισμού, οπότε " οἷον ἀπό πυρός πηδήσαντος ἐξαφθέν φῶς ἐν τῇ ψυχῇ γενόμενον αὐτό ἑαυτό ἤδη τρέφει" κατά τον Πλάτων α. Τούτο βέβαια το λαμπρό φως καθορά μόνο ο ηλιοειδής οφθαλμός της καρδιάς. Έτσι η θέαση του Μυστηρίου γίνεται φως εν τη σκοτία, λαμπηδόνα που καταυγάζει τις υπάρξεις, αστροπελέκι που μέσα στη μακρινή χειμέρια νύχτα του λογικού μετουσιώνει τη μωρία της σοφίας σε σοφία της μωρίας και μεταποιεί την αβέβαιη γνώση σε ακράδαντη πίστη: Σε πλήρωση, όπως την επιποθεί ο Νίτσε, το κεραυνωμένο και τραγικά ραγισμένο αυτό πνεύμα των χαλεπών καιρών, και την εκφράζει στα ποιήματα του: "Φώναξες: Κύριε, έρχομαι", " Γεσθημανή καί Γολγοθάς" και κυρίως "Στον Αγνωστο θεό": "Θέλω να σε γνωρίσω, ʼγνωστε εσένα που μέσα βαθιά στην ψυχή μου βυθίζεσαι... Ασύλληπτε που σε κρατώ μέσα μου. Θέλω να σε γνωρίσω και πιο πολύ ακόμη να σε υπηρετήσω "! (11) Ατυχώς ο Νίτσε προτίμησε να ανεβεί στο λογικό ικρίωμα και να αφεθεί επάνω σ' αυτό, αγωνιζόμενος να συλλάβει το Απρόσιτο, θέλοντας να φθάσει στη γνώση της πηγής παρά να δροσιστεί στην πηγή της Γνώσης και αγνοώντας την ειδοποίηση του Γρηγορίου Νύσσης : " Ὑπερνεφείας δε καλύπτρας, τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται ;" (12)
Η εποχή μας, καλόν είναι να λάβει σοβαρά υπόψη της αυτή την ειδοποίηση και να αποφύγει την " ὕβ ριν " της πίστης στην παντοδυναμία της λογικής που εκδιώκει την πίστη προς το Απρόσιτο, αφού και η φιλοσοφική γνώση και η θρησκευτική πίστη δεν είναι αντίδικες αλλά συλλειτουργοί της αλήθειας. Διότι ενισχύουν μία ζώσα πνευματική πρόοδο και γίνονται τρόποι μετασχηματισμού της συνείδησης του ανθρώπου, έστω κι αν φαίνονται εχθρικές μεταξύ τους και ασυμφιλίωτες, έστω και αν ίστανται σε διαφορετικά επίπεδα, κι αν συνιστούν δύο διαφορετικές στάσεις και τάσεις του ερευνώντος πνεύματος: Η γνώση περισφίγγει με λογικούς όρους, πολιορκεί με έλλογες κατηγορίες το κάστρο του Όντος και αγωνίζεται να το εκπορθήσει" η πίστη ειρηνεύει μέσω θρησκευτικού βιώματος την ανώλεθρη μεταφυσική μας χρεία. Σε μια υψηλή και λυτρωτική συνάντηση γνώσης-πίστης πρέπει να αναζητηθεί η σωτηρία ως ζεύξη του παροδικού με το αιώνιο και ως συνείδηση της μηδαμινότητας του κόσμου και της πληρότητας της πρώτης Αρχής, του "πάντων επέκεινα". Η κατά τον τρόπον του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου: "Διά πλοῦτον ἄπειρον ὑπάρχω πένης, καί μηδέν ἔχειν δοκῶ πολύ κατέχω, καί λέγω διψῶ διά πλῆθο ς ὑδάτων " (13).
"Κλαίγοντας και γελώντας σαν μικρό παιδί" κατά το Δάντη, έρχεται στον κόσμο η ψυχή του ανθρώπου. Και, για να μείνει σαν τα ροδαλά μάγουλα της παιδούλας που έκλαιγε και γελούσε, χρειάζεται όλες τις αρετές αλά κυρίως την αγάπη - και ως amor hominis και ως amor dei · την αγάπη που ανοίγει το δρόμο του Μυστηρίου, άγιο Μυστήριο η ίδια και -όπως λέγει ο Ο Wilde πρέπει να τη δέχεται κανείς γονατιστός και η φράση (14): " Domine, non sum dignus : Κύριε, οὐκ εἰμί ἄξιος " να βρίσκεται στα χείλη και τις καρδιές εκείνων που τη δέχονται· "ή κατά το λόγο του Αγρίππα Ντ ' Ωμπινιέ (15): "Κύριε, δος στ' αδύνατα πρόβατα το σωτήριο σέβας'! Έτσι η αποσυνάγωγος εποχή μας θα ελπίζει να ακούσει τη μακάρια φωνή: " ἀφέονται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ" (16).
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) K Krubacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ V, σ. 250 , ο. η άποψη του Geljew
(2). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Φιλοσοφική Προπαίδεια· εισαγωγική θεώρηση, μεθολογική προσέγγιση, ιστορική επισκόπηση , Αθήνα 1994" (τέταρτη έκδοση), σ.σ. 295 κ. εξ.
(3). J M Bochenski : Wege zum philosophischen Denken, Einf ü hrung in die Grundbegriffe, Freibourg 1961 3, (Δρόμοι Φιλοσοφικού στοχασμού, εισαγωγή στίς θεμελιώδεις: Εισ Μτφρ Σημ. Γρηγ Φιλ Κωσταρά, Αθήαν 1986 2, σ. 18)
(4). Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός , Ρ G 46, 524ΑΒ.
(5). Πλωτίνου Εννεάδες : VI 9· [9] 10, 8-10· VI 9 [9] 10,9· VI 7[38]7,1· III 8 [30], 8,17-19.
(6). Ηö derling, ʼπαντα Ι V 218 (από τον "Κύκλο των Τιτάνων").
(7). Γρηγορίου Νύσσης, PG 37, 507.
(8). Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Το βιβλίο των ωρών , σ. 56.
(9). Δ. Σολωμού, Εις Φραγκίσκαν Φραίζερ (επίγραμμα) .
(10). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Ομίχλη δακρύων πόνου και αγάπης, Αθήνα 1993, σ. 222.
(11). Φρ. Νίτσε, Ο μυστικισμός τον Νίτσε (μεφρ Ε. Ανδρουλαδάκη, Αθήνα 1962, σσ 15η εξ.).
(12). Γρηγορίου Νύσσης, ενθα. ι
(13). Αγίου Συμεώνος του Νέου θεολόγου...
(14). Ιωάννου 1,27 · Wilde Oscar, De Profundis, σ. 132· Πρβ. Λουκά 15,19 .
(15). Π. Κανελλοπούλου, Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τομ IV, σ. 303.
(16). Λουκά, 7,47.