Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Η γένεση της ιδέας του Μοναχισμού και το Βυζάντιο By Δημήτρης Καλαντζής






του Δημήτρη Καλαντζή. 
Ο μοναχισμός αποτέλεσε την εξέλιξη ενός κινήματος λαϊκών (δηλαδή όχι κληρικών), που από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού ζούσαν κατά ομάδες μία ζωή αυστηρή και αφοσιωμένη στη λατρεία του Χριστού, χωρίς όμως αρχικά να εγκαταλείπουν τις πόλεις και τα χωριά τους.
Η μεμονωμένη φυγή κάποιου από τον τόπο του, η «αναχώρηση», ήταν από τον πρώτο αιώνα μ.Χ. κοινό φαινόμενο στην Αίγυπτο για ανθρώπους που δεν ήταν σε θέση να πληρώνουν τους επιβαλλόμενους φόρους.
Θρησκευτικό χαρακτήρα πήρε από τον Άγιο Αντώνιο, γύρω στα 270 μ.Χ., όταν ο πλούσιος αγρότης διαμοίρασε τα υπάρχοντά του και απομονώθηκε στην έρημο για να προσευχηθεί και να παλέψει με τους πειρασμούς. Μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα, το παράδειγμα του Αγίου Αντωνίου ακολούθησαν χιλιάδες πιστοί σε Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία, Μεσοποταμία και Μικρά Ασία.
Η κοινοβιακή μορφή του μοναχισμού ιδρύθηκε στην Άνω Αίγυπτο από τον Παχώμιο με στρατιωτικά πρότυπα και αυστηρή οργάνωση της κοινής ζωής των μοναχών σε ένα μοναστήρι περιτριγυρισμένο από περίβολο που περίκλειε ένα παρεκκλήσιο, μία τραπεζαρία, ένα δωμάτιο για τους αρρώστους, έναν ξενώνα και ξεχωριστά κελιά για τους μοναχούς, που σε όλες τους τις δραστηριότητες έπρεπε να κρατούν απόσταση περίπου μισού μέτρου μεταξύ τους. Σκοπός του Παχωμίου ήταν να τραβήξει κοντά του απλούς ανθρώπους, στους οποίους προσέφερε συντροφικότητα και ένα ελάχιστο επίπεδο υλικής ασφάλειας.
Η κοινοβιακή οργάνωση του μοναχισμού ανησύχησε την κατεστημένη εκκλησία, αφού οι μοναχοί / λαϊκοί επιζητούσαν την τελειότητα και την ένωση με τον Θεό, όχι μέσω της εκκλησίας και της οργανωμένης δομής της, αλλά έξω από αυτήν, κερδίζοντας τον σεβασμό του κόσμου που αναγνώριζε ότι με την αυτοθυσία και το διαρκές πένθος τους, κατακτούσαν την ελευθερία από τα πάθη (απάθεια) και συνεπώς οι προσευχές τους ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές.
O Άγιος Αθανάσιος, επίσκοπος Αλεξανδρείας ανέλαβε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ Εκκλησίας και Μοναχισμού συγγράφοντας τον Βίο του Αγίου Αντωνίου, με τέτοιο τρόπο που να τονίζεται ο (πραγματικός ή υποθετικός) σεβασμός του ερημίτη στην Εκκλησία.
Τον 5ο και τον 6ο αιώνα παρατηρείται το απόγειο του μοναστικού κινήματος. Με την εύνοια των αυτοκρατόρων και την ενθάρρυνση των επισκόπων αναδεικνύονται ως «χριστιανοί φιλόσοφοι» ηγούμενοι και ασκητικές μορφές της εποχής.
«Στυλίτες» (στέκονται επί μήνες πάνω σε έναν στύλο που συνεχώς ψηλώνει για να φτάσει στο Θεό) και «βοσκοί» (τρέφονται μόνο με χόρτα και φρούτα) αντιμετωπίζονται ως λαϊκοί ήρωες από ένα κοινό που θέλει να μάθει τα πάντα για αυτούς διαβάζοντας για τις ζωές και τα διδάγματά τους.
Σπουδαίες μορφές όπως ο Θεόδωρος Στουδίτης, που καταγόταν από επιφανή οικογένεια δημοσίων υπαλλήλων με καλή μόρφωση και πολλές διασυνδέσεις, μετατρέπει τη μονή του σε πνευματικό κέντρο μελέτης και αντιγραφής σημαντικών βιβλίων.
Ύστερα από την δοκιμασία της εικονομαχίας, όπου οι μονές τάσσονται υπέρ των εικονολατρών και αντιμετωπίζονται με μεγάλους διωγμούς, παρατηρείται μία μεγάλη ανάπτυξη στην οικοδόμηση μοναστηριών και ισχυροποίηση της οικονομικής τους θέσης.
Ένα βυζαντινό μοναστήρι κατά κανόνα ήταν μία αγροτική οικονομική μονάδα που με χρηστή διοίκηση παρουσίαζε κέρδη πέρα από τις δωρεές που συγκέντρωνε. Η μοναστηριακή περιουσία ήταν αναπαλλοτρίωτη πράγμα που σήμαινε ότι ή θα παρέμενε στάσιμη ή θα αυξανόταν, ενώ οι ιδιοκτήτες των μοναστηριών ποίκιλλαν: μερικά ήταν αυτοκρατορικά, άλλα πατριαρχικά ή επισκοπικά, ενώ κάποια ήταν ιδιωτικά και ο ιδιοκτήτης καρπωνόταν το εισόδημά τους. Προς το τέλος του 10ου αιώνα ένα μοναστήρι μπορούσε να παραχωρηθεί σε έναν λαϊκό πάτρωνα (που ονομαζόταν «χαριστηκάριος»), ο οποίος αποκτούσε ισόβιο απόλυτο έλεγχο στα κτήματα και τα εισοδήματά του.
Η αποδοχή κάποιου σε μία μονή  τυπικά δεν κόστιζε τίποτα, αλλά δεν αποθαρρύνονταν οι δωρεές. Σύμφωνα με την ιουστινιάνεια νομοθεσία, οι απλοί άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν τρία χρόνια για να ενταχθούν σε ένα μοναστήρι, κάνοντας στο μεταξύ χειρονακτικές δουλειές. Ωστόσο παρέχονταν κίνητρα για την είσοδο διακεκριμένων ανθρώπων («περιφανείς») που μπορούσαν να γίνουν μοναχοί μετά από δοκιμαστική περίοδο περίπου έξι μηνών.
Από το απόφθεγμα του αβά Ζήνωνα «Μη βάζεις ποτέ θεμέλια όταν κτίζεις ένα κελί» (Γεροντικόν, Ζήνων α’)  καταλαβαίνουμε ότι για την κοσμοθεωρία των χριστιανών ασκητών ο κόσμος αυτός δεν είναι παρά μία προετοιμασία, ένα πέρασμα προς την αιώνια ζωή και χρειάζεται κάποιος να μεριμνεί μόνο για τα απολύτως απαραίτητα.
Οι ασκητές επιζητούσαν τόπους απομόνωσης μακριά από τον κόσμο για να αφοσιωθούν μόνο στην προσευχή χωρίς άλλες έγνοιες σε αντίθεση με τα μέλη ενός κοινοβίου που θα έπρεπε να ακολουθούν ένα προκαθορισμένο πρόγραμμα με αυστηρή υπακοή στον ηγούμενο. Η εργασία δεν απουσιάζει και στους ασκητές με το εργόχειρο και το πλέξιμο καλαθιών να αποτελούν μέσο βιοπορισμού για τις ελάχιστες ανάγκες επιβίωσής τους, ενώ κάποιοι ζούσαν μόνο από τη φιλανθρωπία των κατοίκων.
Από την μελέτη των Βίων Μοναχών πληροφορούμαστε ότι κάποιοι διάλεξαν τη ζωή του καλόγερου αφού παντρεύτηκαν και άσκησαν κάποιο δημόσιο αξίωμα (π.χ. Αθανάσιος, ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος), αναζητώντας τη σωτηρία της ψυχής τους, ενώ για κάποιους αξιωματούχους ο μοναχισμός αποτελούσε άσυλο από διωγμούς, τιμωρίες ή απλώς την επαχθή φορολογία. Το σχήμα του μοναχού τους απέκλειε από τη μανία των αντιπάλων τους και τους έβγαζε εκτός ανταγωνισμού από τη διεκδίκηση του θρόνου ή της εξουσίας. Τέλος, κάποιοι έβλεπαν το τον μοναχισμό ως προστάδιο για το αξίωμα του επισκόπου.
Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης προς το τέλος του 12ου αιώνα, αναφέρει μία ιστορία αποκαλυπτική για τη στενή σχέση που είχαν πλέον οι μονές με τον αυτοκράτορα. Ήταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός που μία νύχτα αποφάσισε να παραθέσει δείπνο για το γάμο κάποιου ευγενούς και επειδή στο παλάτι δεν υπήρχαν τα απαραίτητα τρόφιμα, έστειλε τους ανθρώπους του στο γειτονικό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη της Πέτρας και μολονότι ήταν η εβδομάδα της τυροφάγου, οι μοναχοί του προσέφεραν απλόχερα διάφορα είδη ψωμιών, ξηρό και γλυκό κρασί, φρέσκα και παστά ψάρια, καθώς και κόκκινο και μαύρο χαβιάρι που είχαν εισάγει από την περιοχή του ποταμού Δον. Αυτό για τον Ευστάθιο ήταν επαινετό παράδειγμα μοναστικού πλεονάσματος, καθώς οι μοναχοί είχαν δικαίωμα να ζουν καλά αρκεί να το έκαναν διακριτικά.
Για καμιά άλλη άποψη της βυζαντινής ζωής δεν υπάρχουν τόσο άφθονα στοιχεία όσο για τον μοναχισμό. Διαθέτουμε εκατοντάδες βιογραφίες μοναχών, οσίων, αναρίθμητους διαλογισμούς, επιστολές / κηρύγματα, προτροπές και απολογίες καθώς και πλήθος πειθαρχικών κανονισμών και αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Σημαντικότερα έργα θεωρούνται: η Ιστορία των Μοναχών (περί το 400), η Λαυσαϊκή Ιστορία του Παλλαδίου (419-20), και η Φιλόθεος Ιστορία του Θεοδωρήτου (περί το 444).
Από τους Βίους Αγίων αντλούμε σημαντικά στοιχεία για τα βιογραφούμενα πρόσωπα όσο και για την εποχή τους – ήδη επισημάναμε τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Βίος του Αγίου Αντωνίου από τον Αθανάσιο στην προσέγγιση μοναχών και κληρικών.
Τα αποφθέγματα των Πατέρων και οι «ψυχοφελείς διηγήσεις» που αποτελούν σύντομα αφηγηματικά ή διδακτικά κείμενα συγκεντρωμένα σε συλλογές που ονομάζονται «Γεροντικά» και «Πατερικά» συνιστούν βασικό υλικό για τη μελέτη του μοναστικού βίου, καθώς σκιαγραφούν τις ζωές των μοναχών και πέραν του όποιου εξωραϊσμού, μας δίνουν την εικόνα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων της εκκλησίας αλλά και των λαϊκών.
Η εκκλησιαστική ιστοριογραφία που εισήγαγε ο επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος ως αντίδραση στην ιστοριογραφία των «εθνικών», συνιστά σημαντική πηγή γνώσης του βυζαντινού θρησκευτικού βίου καθώς δίνει σημαντικές πληροφορίες για τον ρόλο των επισκόπων, τον τρόπο ζωής των μοναχών και τις συγκρούσεις εθνικών και χριστιανών.
Τέλος, τα κτητορικά τυπικά με συγγραφείς τους κτήτορες ή ιδρυτές των μοναστηριών μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας των μοναστηριών με πιο σημαντικά εκείνα του Αγίου Σάββα, ιδρυτή ομώνυμης Λαύρας στην Παλαιστίνη, του αγίου Θεόδωρου Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη με το μεγάλο αντιγραφικό έργο που προαναφέραμε, καθώς και το Τυπικό της μονής της Ευεργέτιδας στην Κωνσταντινούπολη που είναι πολύ πλούσιο σε πληροφορίες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σ.Ευθυμιάδης, Α.Κυρκίνη-Κοτούλα, Ν.Νικολούδης, Β.Πεννά, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, Τόμος Β, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.
Χ.Γάσπαρης, Ν.Νικολούδης, Β.Πεννά, Ελληνική Ιστορία, Τόμος Β, Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.
C.Morrisson, Ο Βυζαντινός Κόσμος, Τόμος Ι, Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (330-641), ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2008.
Α.Guillou, O Βυζαντινός Πολιτισμός, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα, 1998.
C.Mango, Βυζάντιο, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2007.
Η-G.Beck, H Βυζαντινή Χιλιετία, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου